content

ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ & ΨΥΧΩΣΗ: ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

20.04.2012 |
20.04.2012
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

Το άτομο που πάσχει από ψύχωση έχει υποστεί μια πλήρη αποδιοργάνωση του ψυχισμού του και τα όρια μεταξύ «έσω» και «έξω», εαυτού και περιβάλλοντος, «εγώ» και «οι άλλοι» τελούν σε πλήρη σύγχυση. Ο κόσμος γύρω μοιάζει ευμετάβλητος, ταραχώδης, «ρευστός», το ίδιο και τα άτομα που απαρτίζουν το περιβάλλον, ο χώρος, ο χρόνος. Η στιγμή μπορεί να φαίνεται αιώνας και ο αιώνας στιγμή. Η Judith Allen (1994) (1) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η κατάσταση της ψύχωσης προσομοιάζει την απόλυτη ναρκισσιστική κατάσταση της πρώιμης βρεφικής ηλικίας κατά την οποία το βρέφος είναι αποκλειστικά απορροφημένο με τον εαυτό του και δεν το ενδιαφέρει, ή δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει ή να συνάψει σχέσεις με το περιβάλλον.

Βάσει αυτών, η ιδιαίτερη ψυχική δομή των ατόμων που πάσχουν από ψύχωση επιφέρει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια, συναντούν άμεσα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις τεχνικές της δραματοθεραπείας.Αυτά είναι τα εξής:

-Απάθεια, αβουλησία, απραξία.
-Φόβος έκφρασης και πρωτοβουλίας για δράση.
-Δυσχέρεια με το λόγο και την έκφραση. Φτωχό περιεχόμενο του λόγου.
-Δυσκινησία, σύγχυση περί των ορίων του σώματος. Μειωμένες αυθόρμητες κινήσεις. Σπάνιες εκφραστικές χειρονομίες.
-Κοινωνική απομόνωση, έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων, απώλεια κοινωνικών επαφών.
-Στερεότυπη σκέψη και συμπεριφορά.
-Φόβος επικείμενης διάλυσης και υποτροπής. Φόβος της ασθένειας και εγκλωβισμός στο ρόλο του αρρώστου.

Ο ψυχωσικός ασθενής μοιάζει, απουσία μιας κατάλληλης θεραπευτικής παρέμβασης (πέραν της ιατροφαρμακευτικής), να συρρικνώνει όλο και περισσότερο το περιεχόμενο της καθημερινής του δραστηριότητας και ψυχικής λειτουργίας: «χάνει» κάτι από τις δεξιότητές του, από αυτά που είναι ακόμη «φυσιολογικά» και δημιουργικά μέσα του. Χάνει τον «καλλιτέχνη» που υπάρχει μέσα του και καταλήγει να παίζει ένα και μοναδικό ρόλο στο σκηνικό της ζωής του: του αρρώστου!

Όμως και η κοινωνία, ο κάθε απλός καθημερινός άνθρωπος νιώθει ένα φόβο, ένα δέος σχετικά με την ψυχική ασθένεια, ιδιαίτερα αν δεν είναι σε θέση με κανέναν τρόπο να την κατανοήσει. Η τρέλα, υπό την ευρεία έννοια, αποτελούσε πάντα και θα αποτελεί ένα από τα πιο απόλυτα και μυστηριώδη πράγματα. Η απόλυτη ψυχική κατάρρευση, η σχιζοφρένεια, το παραλήρημα, οι ψευδαισθήσεις, αποτελούν την επιτομή ενός απόλυτου μυστηρίου. Όλοι θέλουν να παρατηρούν έναν «τρελό», να μαθαίνουν για ακραίες συμπεριφορές, αλλά και η Τέχνη εμπνέεται κατεξοχήν από την ανθρώπινη παράνοια και παραφροσύνη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ross Mitchell (1987) (2): “Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία ήταν πάντα, και θα παραμείνουν, πολύ «δραματικά» μέρη” (dramatic places). Στην καθημερινή πρακτική ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου ή ενός ξενώνα ψυχιατρικής περίθαλψης υφίστανται συγκεκριμένοι ρόλοι και σενάρια που διαδραματίζονται: οι ταμπέλες στο χώρο, ο τρόπος ένδυσης, η κατανομή του προσωπικού σε κάθε τμήμα και ειδικά το status των ασθενών, όλα υποδηλώνουν ξεκάθαρους ρόλους αλλά και προσδοκίες σχετικά με αυτούς… Όμως, «…αυτός είναι ο κόσμος του δράματος (drama) στον οποίο εισέρχονται και οι δραματοθεραπευτές που έρχονται να εργαστούν σε ένα ψυχιατρικό πλαίσιο. Σε αυτόν καλούνται να εξασκήσουν και τις ιδιαίτερες τεχνικές τους. Εκεί, έχουν τη μοναδική ευκαιρία να αποκαλύψουν αυτό το «δράμα», είτε αυτό διαδραματίζεται μεταξύ του προσωπικού, σε έναν ασθενή ή στην οικογένειά του. Το «δράμα» όμως είναι εκεί και εκτυλίσσεται, απλώς οι άλλοι φαίνεται να μην το γνωρίζουν επακριβώς» (2).

Αλλά και η ψυχική ασθένεια είναι ό, τι πιο δραματικό μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο και να πρέπει να αντιμετωπίσει κατά την εξέλιξη του προσωπικού δράματος της ζωής του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ross Mitchell (1987) (2), «…Βιώνοντας την ψυχική ασθένεια, ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολύ δυνατές, πρωτόγονες δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται εκεί λανθάνουσες, αλλά κρατούνται καλά υπό έλεγχο έτσι ώστε να μην φαίνονται καν ότι υπάρχουν. Με την ψυχική ασθένεια όμως «ξεσπούν» ξαφνικά στη «σκηνή» του μυαλού μας, και όχι μόνο αυτό, αλλά με συνοδά αδέρφια τις παραισθήσεις, τις ψευδαισθήσεις και την απομόνωση…» (2).

Με ποιον τρόπο λοιπόν ο δραματοθεραπευής συναντά το «δράμα», την «παράσταση» που ήδη διαδραματίζεται σε ένα πλαίσιο ψυχιατρικής περίθαλψης, και με ποιο τρόπο μπορεί να αλλάξει, να σκηνοθετήσει ξανά, να ανακατανέμει τους ρόλους και τα σενάρια που διαδραματίζονται μπροστά του; Με ποιο τρόπο μπορεί η λειτουργία μιας ομάδας δραματοθεραπείας να βοηθήσει τον ψυχωσικό ασθενή;

Βάσει όσων προαναφέρθηκαν, η λειτουργία μιας ομάδας δραματοθεραπείας σε ένα πλαίσιο ψυχιατρικής περίθαλψης αποτελεί για τους θεραπευόμενους μια εναλλακτική σκηνή στην οποία μπορούν εξαρχής να παρευρεθούν, να συμμετέχουν, να ανήκουν, με ένα ρόλο διαφορετικό, τουλάχιστον όχι το μοναδικό ρόλο στον οποίο διαδραματίζεται η καθημερινότητά τους, δηλαδή το ρόλο του αρρώστου. Στα πλαίσια λειτουργίας της ομάδας ο θεραπευόμενος μπορεί να αναζητήσει και να προσδιορίσει εναλλακτικές προσεγγίσεις στο ρόλο του αρρώστου, της «τρέλας», του εαυτού του, θέτοντας σημαντικές βάσεις για μια ουσιαστική θεραπευτική αλλαγή (3).

Παράλληλα, η δραματοθεραπεία αποτελεί μια θεραπευτική τεχνική που εμπεριέχει δράση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο John Whitelock (4): «Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας δραματοθεραπείας, το ζήτημα του να μπορέσεις απλά να σηκώσεις τον κόσμο και να τον κάνεις να κουνηθεί, υπό την κυριολεκτική έννοια του όρου, προσομοιάζει απόλυτα τη διαδικασία του να τους κινητοποιήσεις να αναγνωρίσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι είναι υπεύθυνοι και ενεργά συμμετέχοντες στη δημιουργία και πορεία της δικής τους ζωής… Το μήνυμα που υπάρχει σε όλα αυτά είναι: «Πάρε την ευθύνη και θεράπευσε τον εαυτό σου»».Παράλληλα, η δράση αυτή, έτσι όπως μπορεί να παρουσιαστεί μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας, μπορεί να δημοσιοποιηθεί και να μοιραστεί με τους άλλους. Γιατί η συγκεκριμένη «δράση» αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα όταν λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο δραματουργίας. «Το δράμα (drama) είναι η μοναδική Τέχνη της οποίας το αντικείμενο είναι ο άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους» (4). Και η δράση σε ένα πλαίσιο δραματουργίας μπορεί και αποκαλύπτει πλευρές του εαυτού μας, τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς θέτει τον εαυτό μας σε μια προέκταση, μέσω της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους άλλους (4).

Σε αυτό το πλαίσιο, η δραματοθεραπεία προσφέρει την ευκαιρία να δοκιμάσει κανείς και νέους ρόλους και συμπεριφορές που φοβάται να δει με μια άλλη προοπτική στην καθημερινότητά του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται (3), σε μια ομάδα δραματοθεραπείας μπορεί κανείς να κάνει «πρόβα» σε ρόλους και σενάρια ζωής που θέλει να δοκιμάσει στη ζωή του. Η εμπειρία και μόνο της δυνατότητας αυτής εμπνέει δύναμη και ώθηση στην καθημερινότητα και στην εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου. Έτσι ενισχύεται και το αίσθημα αυτοεκτίμησης και μπορεί κανείς να νιώθει πιο σίγουρος για τα νέα βήματά του.

Η δραματοθεραπεία, όπως και άλλες θεραπείες μέσω της Τέχνης, διαθέτουν ένα πολύ δυνατό εργαλείο δουλειάς: τη δυνατότητα για συμβολοποίηση. Η επεξεργασία σε συμβολικό επίπεδο και η συμβολοποίηση γενικότερα στην εφαρμογή της δραματοθεραπείας σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της  αισθητικής απόστασης μπορούν να δώσουν στους ασθενείς τη δυνατότητα να «παίξουν» ρόλους με ασφάλεια και να επεξεργαστούν ζητήματα και έννοιες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν ή θα αισθάνονταν εξαιρετικά εκτεθειμένοι και ευάλωτοι (6).

Παράλληλα, η δραματοθεραπεία μπορεί να λειτουργήσει σε ένα μη λεκτικό επίπεδο. Η σχιζοφρένεια συγκεκριμένα χαρακτηρίζεται σε πολλές φάσεις από προβλήματα στο λόγο, με εκτεταμένη διαταραχή στη σχέση που υφίσταται μεταξύ των λέξεων και των εννοιών τους (1). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σε πολλές φάσεις, ο θεραπευτής πρέπει να φτάσει και να «αγγίξει» τον εσωτερικό κόσμο του θεραπευόμενου, τις σκέψεις και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργεί αυτές τις σκέψεις, τα οποία μπορεί να είναι εντελώς διαταραγμένα σε σχέση με άλλα κομμάτια του ασθενή που έχουν επιφέρει μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ εαυτού και «άλλων», «έσω» και «έξω». Με άλλα λόγια ο θεραπευτής πρέπει να αγγίξει έναν κόσμο στον οποίο οι λέξεις έχουν όλων των ειδών τις παράξενες και διαστρεβλωμένες διασυνδέσεις. Όπως ανέφερε ο Φρόιντ, «στη σχιζοφρένεια, οι λέξεις υποβάλλονται στην ίδια επεξεργασία που υποβάλλονται οι «σκέψεις» των ονείρων προκειμένου να δημιουργήσουν το περιεχόμενο του ονείρου. Αυτή η διαδικασία είχε ονομαστεί πρωτογενής ψυχική διεργασία (primary psychical process)» (5). Έτσι, λοιπόν, όπως συμβαίνει και στη δημιουργία των ονείρων, μέσω της συμπύκνωσης και της μετάθεσης οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν πολλαπλά μηνύματα και συσχετίσεις για τον ασθενή που πάσχει από σχιζοφρένεια, και αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο και προβληματικό όταν συνδυαστεί με το υπέρμετρο άγχος που εκφράζουν αυτοί οι άνθρωποι σχετικά με την επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους.

Στον ψυχωσικό ασθενή και η σχέση με το σώμα και τα όρια του σώματος είναι σημαντικά διαταραγμένη. Η δραματοθεραπεία προσφέρει τη δυνατότητα πολλών ασκήσεων προθέρμανσης και «άσκησης» του σώματος προκειμένου για την εισαγωγή σε μια αναπαράσταση ή δημιουργία δρώμενου. Στις ασκήσεις αυτές μπορούν να διερευνηθούν και να δουλευτούν πολλά θέματα που αφορούν την ψύχωση, όπως, για παράδειγμα, τα όρια του σώματος, ο φόβος της σωματικής εγγύτητας κ.ά. Παράλληλα, ο συμμετέχων, αναπαριστώντας με το σώμα του το υλικό που θέλει να εκφράσει και να επεξεργαστεί, το εξερευνά μέσω μιας άμεσης σωματικής εμπειρίας (7). Τα αισθησιοκινητικά ερεθίσματα κινητοποιούν υλικό άμεσα, χωρίς την παρέμβαση της λογικής και της γλωσσικής έκφρασης, και η επεξεργασία είναι έτσι πιο άμεση και έντονη χωρίς να είναι παράλληλα απειλητική.

Παιχνίδι και ψυχαγωγία: Η δραματοθεραπεία προσφέρει τη δυνατότητα του παιχνιδιού και της ψυχαγωγίας επίσης, στοιχεία τα οποία μπορούν από μόνα τους να λειτουργήσουν θεραπευτικά για τους ψυχωσικούς ασθενείς. Ο δραματοθεραπευτής μπορεί να είναι «συμπαίκτης» και όχι μόνο θεραπευτής/ αναλυτής. Ο Winnicott αναφέρει ότι «…μόνο στο «παιχνίδι» μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιήσει όλο το δυναμικό της προσωπικότητάς του, και μόνο μέσω της δημιουργικότητας μπορεί κανείς να ανακαλύψει ουσιαστικά τον εαυτό του» (3). Ο θεραπευόμενος μπορεί να ανακαλύψει και να «επαναπλάσει» τον εαυτό του μέσα από το παιχνίδι. Ο Moreno πίστευε ότι ο αληθινός εαυτός μπορεί να προκύψει και ουσιαστικά να δημιουργηθεί ή και να αναγεννηθεί μέσα από τον αυθορμητισμό. Και, ο ψυχωσικός ασθενής έχει πράγματι χάσει τον εαυτό του. Μέσα από το παιχνίδι λοιπόν, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα μπορεί να ανακαλύψει ξανά, να επαναπροσδιορίσει και να αναγεννήσει τον εαυτό του.
Κοντά σε όλα αυτά έρχεται και η σημασία της ψυχαγωγίας αλλά και του χιούμορ και του γέλιου ως θεραπευτικά εργαλεία της δραματοθεραπείας. Για έναν ψυχωσικό ασθενή η δυνατότητα να παίξει και να γελάσει τον αποσπά, έστω και προσωρινά, από τους πολύπλοκους αμυντικούς μηχανισμούς του (π.χ. παρανοική επιθετικότητα) και μπορεί να αποτελέσει μια εμπειρία ψυχικής κάθαρσης. Είναι ένα «αντίδοτο» στο υπερβολικό βάρος και τη σοβαρότητα που χαρακτηρίζει την ψυχική ασθένεια. Με το χιούμορ και το γέλιο άλλωστε μπορεί να δει κανείς τα πράγματα μέσα από μια απόσταση… Ο Μορένο άλλωστε ήθελε να μείνει γνωστός ως ο άνθρωπος που έφερε το γέλιο στην ψυχιατρική περίθαλψη μέσα από το ψυχόδραμα. Αλλά και η δραματοθεραπεία μπορεί να κάνει ανθρώπους που βρίσκονται χρόνια σε μια μίζερη κατάσταση να ψυχαγωγηθούν και να νιώσουν χαρά (3).

-Αυθορμητισμός και δημιουργικότητα: Το να είναι κανείς αυθόρμητος σημαίνει αυτόματα το να μπορεί να «είναι» στο εδώ και τώρα και να βιώνει απόλυτα την παρούσα στιγμή. Στα πλαίσια μιας θεραπευτικής ομάδας αυτό σημαίνει τη δυνατότητα απόκρισης σε ένα νέο ερέθισμα με έναν νέο, δημιουργικό τρόπο, αλλά, κυρίως, τη δυνατότητα ανταπόκρισης σε μια παλιά κατάσταση με ένα νέο, πιο δημιουργικό τρόπο. Σε μια ομάδα δραματοθεραπείας μπορεί κανείς να νιώσει ελεύθερος να είναι ό, τι θέλει: ένα ζώο, ένα φυτό, μια φωνή, ένας άλλος άνθρωπος και η δυνατότητα αυτή υφίσταται σε ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και οριοθέτησης ταυτόχρονα. Το γεγονός αυτό βοηθά ιδιαίτερα την ψυχική δομή του ψυχωσικού ασθενή να χαλαρώσει τις άμυνές της και να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα.

Συνοψίζοντας, η δραματοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει ένα ενδιάμεσο στάδιο, ένα ενδιάμεσο πλαίσιο, όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Winnicot (7), στο οποίο ο θεραπευόμενος μπορεί να εισέλθει και να κινητοποιηθεί άμεσα λειτουργώντας με το πιο δημιουργικό και υγιές κομμάτι του εαυτού του. Μπορεί να είναι περισσότερο καλλιτέχνης και όχι μόνο ένας «άρρωστος». Τέλος, η δραματοθεραπεία εμπεριέχει και όλα τα οφέλη μιας ομαδικής ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας (για παράδειγμα, το αίσθημα του «ανήκειν», τη συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν είναι μόνος στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τις επιδιορθωτικές κινήσεις σε μια νέα ομάδα σχετικά με την εμπειρία στην ομάδα της πατρικής οικογένειας κοκ.) αλλά και τη δυνατότητα μιας παιγνιώδους διάθεσης που διευκολύνει ιδιαίτερα και κινητοποιεί άμεσα τον ψυχωσικό ασθενή.

Βιβλιογραφία
(1)    Judith Allen (1994), «An exploration: Does Dramatherapy help clients with schizophrenia?» in Dramatherapy, Vol 16, No 1.
(2)    Ross Mitchell (1987), «Dramatherapy in In-patient Psychiatric Settings», in Sue Jennings, Dramatherapy. Theory and practice for teachers and clinicians, Croom Helm, London & Sydney, Brookline Books, Cambridge & Massachusetts, pp. 257-276.
(3)    John Casson, Foreward by Zerka Moreno, Afterword by Sue Jennings (2004), «Drama, Psychotherapy and Psychosis. Dramatherapy and Psychodrama with people who hear voices». Brunner-Routledge, East Sussex & New York.
(4)    John Whitelock (1987), «Dramatherapy in a Psychiatric Day Centre», in Sue Jennings, Dramatherapy. Theory and practice for teachers and clinicians, Croom Helm, London & Sydney, Brookline Books, Cambridge & Massachusetts, pp. 209-231.
(5)    Freud, S. (1915), «Assessment of the Unconscious», in PFL 11, Penguin, London.
(6)    McAlister, M. (2002). Dramatherapy and Psychosis: Symbol Formation and Dramatic Distance. Free Associations, 9:353-370.
(7)    Jones, P. (1996). Drama as Therapy, Theatre as Living, Routledge, London.