ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Παίζοντας ως μικρά παιδιά μοιράζαμε τα παιχνίδια μας, φωνάζαμε, γελάγαμε, διεκδικούσαμε, καταφέρνοντας να δημιουργήσουμε στιγμές χαράς και ικανοποίησης. Τότε, μας φαινόταν φυσική και απλή η μετάβαση στον κόσμο της φαντασίας. Απλά σκεφτόμασταν κάτι και μπορούσε να γίνει άμεσα πραγματικότητα: «το τραπέζι να μετατραπεί ξαφνικά σε αερόστατο που μας μεταφέρει σε μια άλλη γη…», «το μαντήλι να γίνει ένα σκοινί που αφήνει τα σημάδια μας στο δάσος για να μην χαθούμε μέσα στη νύχτα…», και πολλές πολλές άλλες στιγμιαίες επιθυμίες που μπορούσαν να γίνουν άμεσα πραγματικότητα. Το παιχνίδι που ζούσαμε ως παιδιά αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία που έχει για κάθε άνθρωπο να γεννιούνται σε ψυχικό επίπεδο εικόνες και επιθυμίες αλλά και να μπορούν να βρίσκουν άμεσα έναν δρόμο «αναπαράστασης» στην πραγματικότητα.
Η δραματοθεραπεία λοιπόν παρέχει ένα πλαίσιο στο οποίο μπορούν να γεννηθούν επιθυμίες, εικόνες, ιστορίες αλλά και να ζωντανέψει ξανά η φαντασία που έχει χαθεί στο βωμό της μακροχρόνιας εκπαίδευσης της λογικής. Αυτός είναι και ένας σημαντικός δρόμος για να ανακαλύψει κανείς και πάλι το δημιουργικό/ καλλιτεχνικό του εαυτό. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να θεωρούν ότι δεν χρειάζονται τη δημιουργική/ καλλιτεχνική έκφραση για να προχωρήσουν και να είναι ευτυχισμένοι στη ζωή τους.
Όμως, μπορούμε να θυμηθούμε ότι όλοι έχουμε υπάρξει μικροί καλλιτέχνες, ως παιδιά, και μετά, σαν να μεταμορφωθήκαμε σε κάτι άλλο…, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Ο Winnicott αναφέρει ότι «…μόνο στο «παιχνίδι» μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιήσει όλο το δυναμικό της προσωπικότητάς του, και μόνο μέσω της δημιουργικότητας μπορεί κανείς να ανακαλύψει ουσιαστικά τον εαυτό του» (2). Ο θεραπευόμενος μπορεί να ανακαλύψει και να «επαναπλάσει» τον εαυτό του μέσα από το παιχνίδι. Ο Moreno πίστευε ότι ο αληθινός εαυτός μπορεί να προκύψει και ουσιαστικά να δημιουργηθεί ή και να αναγεννηθεί μέσα από τον αυθορμητισμό. Μέσα από το παιχνίδι λοιπόν, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα μπορεί κανείς να ανακαλύψει ξανά, να επαναπροσδιορίσει και να αναγεννήσει τον εαυτό του.
Η εμπειρία λοιπόν της δημιουργικής/ καλλιτεχνικής έκφρασης αποτελεί έναν βασικό πυρήνα λειτουργίας της δραματοθεραπευτικής τεχνικής. Ένα επόμενο βασικό στοιχείο της δραματοθεραπείας, το οποίο αποτελεί και μια βασική διαφοροποίηση σε σχέση με άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, είναι η λειτουργία της δραματουργικής απόστασης. Ένα συναίσθημα, μια εσωτερική σύγκρουση, ένα πρόβλημα που απασχολεί τον συμμετέχοντα σε μια ομάδα δραματοθεραπείας μπορεί να «προβληθεί», για παράδειγμα, σε ένα αντικείμενο με το οποίο θα παίξει κατά τη διάρκεια της ομάδας ή μπορεί να γίνει ένας ρόλος με συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας και χαρακτηριστικά. Στην απόσταση αυτή λοιπόν, τη δραματουργική, τα συναισθήματα και τα προβλήματα δεν βιώνονται τόσο έντονα και, παράλληλα, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα χωρίς να μεσολαβεί άμεση συνειδητοποίησή τους. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, το παίξιμο ενός συγκεκριμένου ρόλου μπορεί να αποφέρει συναισθηματική εκφόρτιση και διέξοδο σε εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια ενός αυτοσχεδιασμού, υπάρχει και ο «θεατής» ο οποίος προσφέρει μια επιπλέον «θέαση» του προβλήματος που διαδραματίζεται επί σκηνής και ο οποίος βέβαια στη συνέχεια μπορεί να αλληλεπιδράσει ή να σχολιάσει το ρόλο που έχει παιχτεί και όχι τον ίδιο το συμμετέχοντα σε προσωπικό επίπεδο. Τέλος, και ο δραματοθεραπευτής μπορεί επίσης να επέμβει και να διαχειριστεί το πρόβλημα που αναπαριστάται σε έναν αυτοσχεδιασμό σε καθαρά δραματουργικό επίπεδο.
Η δραματοθεραπεία λοιπόν, με αυτές τις τεχνικές, έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει άμεσα τους συμμετέχοντες και να φέρει άμεσα στην επιφάνεια συναισθήματα και εσωτερικές συγκρούσεις. Πολύ γρήγορα μπορεί κανείς να νιώσει κοντά στους άλλους, οικεία, δημιουργικά. παιχνιδιάρικα… Πολύ πιο άμεσα έρχεται σε επαφή με συναισθήματα που τον απασχολούν στην καθημερινότητά του.Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί επίσης να δοκιμάσει και νέους ρόλους και συμπεριφορές που φοβάται να δει με μια άλλη προοπτική στην καθημερινότητά του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται (2), σε μια ομάδα δραματοθεραπείας μπορεί κανείς να κάνει «πρόβα» σε ρόλους και σενάρια ζωής που θέλει να δοκιμάσει στη ζωή του. Η εμπειρία και μόνο της δυνατότητας αυτής εμπνέει δύναμη και ώθηση στην καθημερινότητα και στην εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου. Έτσι, ενισχύεται και το αίσθημα αυτοεκτίμησης και μπορεί κανείς να νιώθει πιο σίγουρος για τα νέα βήματά του.
Η δραματοθεραπεία, όπως και άλλες θεραπείες μέσω της Τέχνης, διαθέτει ένα πολύ δυνατό εργαλείο δουλειάς: τη δυνατότητα για συμβολοποίηση. Η επεξεργασία σε συμβολικό επίπεδο και η συμβολοποίηση γενικότερα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της αισθητικής απόστασης μπορούν να δώσουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να «παίξουν» ρόλους με ασφάλεια και να επεξεργαστούν ζητήματα και έννοιες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν ή θα αισθάνονταν εξαιρετικά εκτεθειμένοι και ευάλωτοι.
Παράλληλα, η δραματοθεραπευτική τεχνική μπορεί να λειτουργεί και σε ένα μη λεκτικό επίπεδο. Σε ορισμένες ψυχικές παθήσεις, για παράδειγμα στη σχιζοφρένεια, υφίστανται σε πολλές φάσεις προβλήματα στο λόγο, με εκτεταμένη διαταραχή στη σχέση που υφίσταται μεταξύ των λέξεων και των εννοιών τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σε πολλές φάσεις, ο θεραπευτής πρέπει να φτάσει και να «αγγίξει» τον εσωτερικό κόσμο του θεραπευόμενου, στον οποίο οι λέξεις έχουν όλων των ειδών τις παράξενες και διαστρεβλωμένες διασυνδέσεις. Όπως ανέφερε ο Φρόιντ, «στη σχιζοφρένεια, οι λέξεις υποβάλλονται στην ίδια επεξεργασία που υποβάλλονται οι «σκέψεις» των ονείρων προκειμένου να δημιουργήσουν το περιεχόμενο του ονείρου. Αυτή η διαδικασία είχε ονομαστεί πρωτογενής ψυχική διεργασία (primary psychical process)» (4). Έτσι, λοιπόν, όπως συμβαίνει και στη δημιουργία των ονείρων, μέσω της συμπύκνωσης και της μετάθεσης οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν πολλαπλά μηνύματα και συσχετίσεις για τον ασθενή που πάσχει από σχιζοφρένεια, και αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την επικοινωνία μέσω του λόγου και της συζήτησης.
Σε πολλούς ανθρώπους επίσης η σχέση με το σώμα και τα όρια του σώματος είναι σημαντικά διαταραγμένη. Η δραματοθεραπεία προσφέρει τη δυνατότητα πολλών ασκήσεων προθέρμανσης και «άσκησης» του σώματος προκειμένου για την εισαγωγή σε μια αναπαράσταση ή δημιουργία δρώμενου. Στις ασκήσεις αυτές μπορούν να διερευνηθούν και να δουλευτούν πολλά θέματα που αφορούν τη σχέση μας με το σώμα, όπως, για παράδειγμα, τα όρια του σώματος, ο φόβος της σωματικής εγγύτητας κ.ά. Παράλληλα, ο συμμετέχων, αναπαριστώντας με το σώμα του το υλικό που θέλει να εκφράσει και να επεξεργαστεί, το εξερευνά μέσω μιας άμεσης σωματικής εμπειρίας. Τα αισθησιοκινητικά ερεθίσματα κινητοποιούν υλικό άμεσα, χωρίς την παρέμβαση της λογικής και της γλωσσικής έκφρασης, και η επεξεργασία είναι έτσι πιο άμεση και έντονη χωρίς να είναι παράλληλα απειλητική.
Γενικότερα, η δραματοθεραπεία αποτελεί μια θεραπευτική τεχνική που εμπεριέχει δράση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο John Whitelock (3): «Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας δραματοθεραπείας, το ζήτημα του να μπορέσεις απλά να σηκώσεις τον κόσμο και να τον κάνεις να κουνηθεί, υπό την κυριολεκτική έννοια του όρου, αποκτά και μια συμβολική σημασία και προσομοιάζει απόλυτα τη διαδικασία του να τους κινητοποιήσεις να αναγνωρίσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι είναι υπεύθυνοι και ενεργά συμμετέχοντες στη δημιουργία και πορεία της δικής τους ζωής… Το μήνυμα που υπάρχει σε όλα αυτά είναι: «Πάρε την ευθύνη και θεράπευσε τον εαυτό σου»». Παράλληλα, η δράση αυτή, έτσι όπως μπορεί να παρουσιαστεί μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας, μπορεί να δημοσιοποιηθεί και να μοιραστεί με τους άλλους. Γιατί η συγκεκριμένη «δράση» αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα όταν λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο δραματουργίας. «Το δράμα (drama) είναι η μοναδική Τέχνη της οποίας το αντικείμενο είναι ο άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους» (3). Και η δράση σε ένα πλαίσιο δραματουργίας μπορεί και αποκαλύπτει πλευρές του εαυτού μας, τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς θέτει τον εαυτό μας σε μια προέκταση, μέσω της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους άλλους (3).
Η δραματοθεραπεία λοιπόν μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική σκηνή αλλά και ένα ενδιάμεσο στάδιο, ένα ενδιάμεσο πλαίσιο, όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Winnicot (6), στο οποίο ο θεραπευόμενος μπορεί να εισέλθει και να κινητοποιηθεί άμεσα λειτουργώντας με το πιο δημιουργικό και υγιές κομμάτι του εαυτού του. Μπορεί να είναι περισσότερο καλλιτέχνης και όχι μόνο ένας «άρρωστος» που έχει έρθει σε μια ομάδα για να λύσει τα προβλήματά του. Τέλος, η δραματοθεραπεία εμπεριέχει και όλα τα οφέλη μιας ομαδικής ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Για παράδειγμα, το αίσθημα του «ανήκειν», τη συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν είναι μόνος στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τις επιδιορθωτικές κινήσεις σε μια νέα ομάδα σχετικά με την εμπειρία στην ομάδα της πατρικής οικογένειας κοκ., αλλά και τη δυνατότητα μιας παιγνιώδους διάθεσης που διευκολύνει ιδιαίτερα και κινητοποιεί άμεσα.
Βιβλιογραφία
(1) Judith Allen (1994), «An exploration: Does Dramatherapy help clients with schizophrenia?» in Dramatherapy, Vol 16, No 1.
(2) John Casson, Forewοrd by Zerka Moreno, Afterword by Sue Jennings (2004), «Drama, Psychotherapy and Psychosis. Dramatherapy and Psychodrama with people who hear voices», Brunner-Routledge, East Sussex & New York.
(3) Sue Jennings, Dramatherapy. Theory and practice for teachers and clinicians, Croom Helm, London & Sydney, Brookline Books, Cambridge & Massachusetts, pp. 209-231.
(4) Freud, S. (1915), «Assessment of the Unconscious», in PFL 11, Penguin, London.
(5) McAlister M. (2002). Dramatherapy and Psychosis: Symbol Formation and Dramatic Distance. Free Associations, 9:353-370.
(6) Jones P. (1996). Drama as Therapy, Theatre as Living, Routledge, London.