content

ΕΝΔΕΙΚΝΥΤΑΙ Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΩΙΜΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ;

31.10.2021 |
31.10.2021
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

Το άρθρο αυτό διερευνά τους λόγους για τους οποίους η εικαστική θεραπεία μπορεί να ενδείκνυται σε περιπτώσεις πρώιμου τραύματος παιδιού. Παρουσιάζεται ο ορισμός του τραύματος και των επιπτώσεων που επιφέρει στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Μια κύρια επίπτωση, αποτέλεσμα των αμυντικών μηχανισμών που αναπτύσσονται, αφορά στη δυνατότητα του παιδιού να παίζει και να είναι δημιουργικό. Πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις πρώιμου σχεσιακού τραύματος, οι μνήμες αποτυπώνονται σε εικόνες και επέρχονται σημαντικές επιδράσεις στη νευρολογική ανάπτυξη του παιδιού. Ο δεσμός προσκόλλησης βρέφους/φροντιστή διαταράσσεται, με σημαντικές επιδράσεις στην περαιτέρω ανάπτυξη του παιδιού.

Παράλληλα, τίθενται περιορισμοί από τις θεραπείες μέσω του λόγου/ομιλίας: οι λέξεις και ο λόγος μπορεί να λειτουργούν ως ένα αμυντικό εργαλείο αποσύνδεσης/ αποσχιστικότητας. Η εικαστική θεραπεία, ως μια θεραπευτική προσέγγιση μέσω ‘της εικόνας’, ομιλεί τη γλώσσα αυτών των πρώιμων τραυματικών αναμνήσεων κι έρχεται να συναντήσει θεραπευτικά τα παιδιά που είχαν τη δυσμένεια να ζήσουν αυτή την πρωτόγνωρη και επώδυνη εμπειρία.

Τέλος, γίνεται αναφορά σε σημαντικά σημεία της κλινικής πρακτικής της εικαστικής θεραπείας στην αντιμετώπιση του πρώιμου τραύματος σε παιδιά: το εικαστικό έργο ως εργαλείο διαγνωστικής εκτίμησης του τραύματος και η ψυχαναγκαστική επανάληψη του τραύματος.

 

– ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ: ΟΡΙΣΜΟΣ & ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Το τραύμα αποτελεί μια εμπειρία καθηλωτική για το άτομο, σε συναισθηματικό, σωματικό, γνωστικό και συμπεριφοριστικό επίπεδο, πόσο μάλλον για ένα παιδί που δεν έχει ακόμη αναπτύξει και συγκροτήσει την προσωπικότητά του και τους αμυντικούς μηχανισμούς που απαιτούνται για τη διαχείριση μιας τόσο δύσκολης εμπειρίας. Η εμπειρία και οι επιπτώσεις του τραύματος συναντώνται προφανώς σε όλο τo φάσμα της ψυχοπαθολογίας των ενηλίκων.

Τι είναι όμως το τραύμα και ποιες εμπειρίες συγκαταλέγονται στην εμπειρία του τραύματος; Και τι επιπτώσεις επιφέρουν οι εμπειρίες αυτές στον ψυχισμό και την ανάπτυξη του παιδιού, βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα;

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (2000: 463), το τραύμα ορίζεται ως ένα γεγονός κατά το οποίο «…το άτομο βίωσε, έγινε μάρτυρας ή αντιμετώπισε ένα γεγονός ή γεγονότα που αποτέλεσαν κίνδυνο ή απειλή για τη ζωή του ή το σοβαρό τραυματισμό του, ή μια απειλή για τη σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή των άλλων…».

Στην εμπειρία του τραύματος το σώμα αντιδρά με μια έκρηξη αδρεναλίνης δημιουργώντας μια κατάσταση εγρήγορσης ή και συναγερμού στον οργανισμό. Για τον λόγο αυτό, το άτομο, εκείνη τη στιγμή, νιώθει πολύ έντονο φόβο, ότι τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει, αλλά μπορεί να παραβλέπει άλλες σημαντικές ανάγκες του, όπως είναι η πείνα, η δίψα, η νύστα, ο πόνος κοκ. Νιώθει επίσης ότι δεν έχει διέξοδο διαφυγής αλλά ούτε και τη δυνατότητα να αμυνθεί σε αυτό που συμβαίνει. Όπως τονίζεται (Kelly Puent, 2016: 6), οι αντιδράσεις αυτές αποτελούν τη γνωστή απόκριση του οργανισμού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κινδύνου: «αντιμετώπισέ το ή φύγε» (fight or flight).

Αναφέρονται ορισμένα σημαντικά στατιστικά στοιχεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: 4-10% των παιδιών έχουν υποστεί στη ζωή τους κάποια μορφή κακομεταχείρισης, όπως είναι, για παράδειγμα, η παραμέληση, η κακοποίηση, η σεξουαλική βία και περίπου 15 εκατομμύρια παιδιά ετησίως βιώνουν ενδοοικογενειακή βία. Τα παιδιά αυτά, μετά την εμπειρία του τραύματος, εκδηλώνουν συμπεριφορές που είναι επιβλαβείς προς τον εαυτό τους ή τους άλλους. Για τον λόγο αυτό, 50.000 παιδιά ετησίως καταλήγουν σε δομές φιλοξενίας αλλά και 4 εκατομμύρια παιδιά διαγιγνώσκονται ετησίως με διαταραχές ψυχικής υγείας (Kelly Puent, 2016: 5).

Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, ένα ακόμη πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί τέτοιες τραυματικές εμπειρίες είναι πολύ πιο πιθανό να τις βιώσουν και μελλοντικά, είτε γιατί δεν δέχονται την κατάλληλη φροντίδα και υποστήριξη από τους συγγενείς ή τις δομές υποδοχής, είτε γιατί, λειτουργώντας αμυντικά, δικαιολογούν με μεγαλύτερη ευκολία έως και ευκολοπιστία τις προθέσεις των άλλων κι έτσι αργούν να αντιληφθούν τον κίνδυνο μιας επερχόμενης κακοποίησης και γενικότερα βίαιης συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να δέχονται πιο εύκολα την απολογία και τη συγγνώμη των άλλων για την κακοποιητική συμπεριφορά, δεν έχουν μάθει να αναγνωρίζουν ποια είναι τα επιτρεπτά όρια και να θέτουν όρια, παρασύρονται πιο εύκολα, επηρεάζονται από τους άλλους κοκ. (Kelly Puent, 2016: 5).

Βιβλιογραφικά αναφέρεται ότι υπάρχουν τραύματα πρώτου βαθμού (first hand trauma), δευτέρου βαθμού (second hand trauma) και πολύπλοκα τραύματα (complex trauma) (Kelly Puent, 2016: 5). Οι κατηγορίες αυτές μπορεί να είναι επιβλαβείς για παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας, φύλου, γλώσσας, εθνικότητας, πολιτισμικού επιπέδου, φυλής, θρησκείας, οικονομικής κατάστασης κ.ά. Τα τραύματα πρώτου βαθμού ή αλλιώς «άμεσα τραύματα» αναφέρονται ουσιαστικά στην άμεση εμπειρία του ατόμου και έχουν αναλυθεί στα προαναφερθέντα. Παραδείγματα τραυμάτων πρώτου βαθμού δηλαδή μπορεί να είναι η σωματική βία, η σεξουαλική κακοποίηση, η παραμέληση, οι φυσικές καταστροφές αλλά και η έκθεση σε βίαιες πράξεις ή εγκληματικές ενέργειες. Στα τραύματα δευτέρου βαθμού ή «έμμεσα τραύματα», η τραυματική εμπειρία δεν έχει βιωθεί άμεσα από το ίδιο το άτομο αλλά το ίδιο έχει βρεθεί εκτεθειμένο σε αυτήν από εκτενείς και λεπτομερείς περιγραφές και αντιδράσεις των άλλων, μαθαίνοντας λεπτομέρειες γι’ αυτήν κοκ. Όπως τονίζεται, παραδείγματα τραυμάτων δευτέρου βαθμού μπορεί να αποτελούν οι συνθήκες εργασίας ορισμένων επαγγελμάτων, όπως είναι οι θεραπευτές, οι εργαζόμενοι σε πτέρυγες επειγόντων περιστατικών νοσοκομείων, οι τραυματιοφορείς κ.ά. Άλλο παράδειγμα έμμεσου τραύματος μπορεί να αποτελεί η εμπειρία θανάτου ή τραυματισμού αγαπημένου προσώπου από κάτι αναπάντεχο ή εξαιρετικά βίαιο και ξαφνικό. Τέλος, τα πολύπλοκα τραύματα μπορεί να είναι τραύματα πρώτου ή δευτέρου βαθμού αλλά συμβαίνουν κατ’ επανάληψη και παρατεταμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λόγω του ότι η παραμέληση και η κακοποίηση παιδιών σε πολλές περιπτώσεις δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός και συμβαίνει επαναλαμβανόμενα και συχνά, και αυτά αποτελούν παραδείγματα τραυμάτων με βαθμό πολυπλοκότητας (Kelly Puent, 2016: 5).

Ο Chris Nicholson (2010: 43) τονίζει ότι το τραύμα επιφέρει μια διάρρηξη της αίσθησης συνέχειας, κανονικότητας αλλά και του ρυθμού στην καθημερινή ζωή του παιδιού και στο ρυθμό ροής των σχέσεων αμοιβαιότητας με τους ενήλικες που το φροντίζουν. Και, μάλιστα, επιφέροντας γεγονότα, συμβάντα, καταστάσεις κλπ. τα οποία το ίδιο δεν είναι σε θέση να ελέγξει και δεν μπορεί να κάνει και κάτι για να τα αλλάξει ή να τα οριοθετήσει. Επίσης, το ίδιο το παιδί δεν ελέγχει το πότε και το αν θα μπορέσει να αλλάξει αυτή τη νέα κατάσταση. Η αίσθηση συνέχειας, κανονικότητας και ρυθμού στην καθημερινή ζωή του παιδιού αποτελεί μια συνθήκη ιδιαίτερα σημαντική για ένα παιδί προκειμένου να διασφαλίσει την αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας που χρειάζεται και να επιβιώνει όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον.

Η μη ικανότητα αίσθησης ελέγχου είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία στις περιπτώσεις τραύματος. Ο Chris Nicholson (2010: 45) παρουσιάζει έναν σημαντικό παραλληλισμό με το παράδειγμα ενός στρατιώτη που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο πεδίο μάχης χωρίς διέξοδο διαφυγής. Όπως τονίζει, με παρόμοιο τρόπο και ένα παιδί, σε περίπτωση μιας εμπειρίας τραύματος, νιώθει «εγκλωβισμένο» σε ένα ζωντανό πεδίο μάχης, μια εμπόλεμη ζώνη -που δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελείται από τους ίδιους τους γονείς του ή το σπίτι του– χωρίς να μπορεί να εκδηλώσει τη γνωστή αντίδραση «αντιμετώπισέ το ή φύγε» (fight or flight).

Η λέξη τραύμα σημαίνει ουσιαστικά πληγή ή κόψιμο. Η λέξη τραύμα/ τραυματικός όμως σχετίζεται και με τη λέξη τυραννία (tryein) που σημαίνει: καταβάλλω/ καταπονώ/ εξουθενώνω (Chris Nicholson, 2010: 43). Όπως τονίζεται, πρόκειται ακριβώς γι’ αυτόν τον ‘δύσκολο’ συνδυασμό στις περιπτώσεις τραύματος: μιας «πληγής» στο σώμα αλλά και της στενοχώριας και της εξουθένωσης που καθιστούν το τραύμα ένα τόσο πολύπλοκο θέμα ως βίωμα αλλά και ως μια πολύ δύσκολη κατάσταση προς θεραπευτική αντιμετώπιση (Chris Nicholson, 2010: 43).

Ακόμη, όμως, και σε δύσκολες περιπτώσεις κακοποίησης, πολλές φορές τα σωματικά τραύματα κάποια στιγμή, σιγά σιγά, επουλώνονται. Μπορεί να έρθει και μια στιγμή που ούτε καν φαίνονται πια… Τα ψυχικά τραύματα, όμως, είναι ακόμη εκεί και παραμένουν… Γιατί έχουν δημιουργηθεί από τα άτομα εκείνα που κατ’ υπόθεση θα αγαπούσαν και θα φρόντιζαν το παιδί… Τα ψυχικά τραύματα καταγράφονται διαμορφώνοντας τον ψυχισμό του παιδιού χωρίς να μπορούν εύκολα να επουλωθούν ή να σβήσουν. Κι έτσι προκύπτει αυτό που χαρακτηριστικά περιγράφει η McNally (όπως αναφέρεται στον Nicholson, 2010: 43) ως «τραυματική μνήμη».

Επιπροσθέτως, τα παιδιά που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες εμπειρίες αρχίζουν να νιώθουν σαν το παρελθόν να μην είναι ποτέ πολύ μακριά! Όπως τονίζεται, αυτό είναι ένα ακόμη επιπλέον χαρακτηριστικό της εμπειρίας του τραύματος, ότι δηλαδή η μνήμη συγχέεται με την αντίληψη και το παιδί μπορεί να νιώθει ότι αυτό που θυμάται, το ζει ουσιαστικά και στο παρόν! Το παρελθόν γίνεται ουσιαστικά παρόν!

Συνοψίζοντας περί του ορισμού και της περιγραφής της εμπειρίας του τραύματος, είναι σημαντικό να σημειωθούν δύο επιπλέον παρατηρήσεις:

Ο χαρακτήρας αλλά και τα ψυχικά εφόδια που έχει αποκτήσει το παιδί πριν το τραυματικό γεγονός παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της δύσκολης αυτής εμπειρίας. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται πάντα για περιστατικά κακοποίησης από συγγενείς κλπ., αλλά και για άλλα γεγονότα, όπως είναι, για παράδειγμα, μια φυσική καταστροφή, ένα τροχαίο ατύχημα, ένα ιατρικό θέμα κ.ά. Παράλληλα, ένα γεγονός που μπορεί να φαίνεται λιγότερο σοβαρό ως προς τον αντίκτυπό του στο παιδί, μπορεί, παρόλα αυτά, να έχει ολέθριες επιπτώσεις στη ζωή του. Γι’ αυτό, όπως τονίζουν και οι Boals & Schuettler (όπως αναφέρονται στην Kristina Naff, 2014: 79), σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σημαντικός και ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το παιδί επεξεργάζεται και νοηματοδοτεί μια τραυματική εμπειρία και όχι μόνο το γεγονός αυτό καθαυτό.

Ο Levine (όπως αναφέρεται στον Glaser, 2000) τονίζει χαρακτηριστικά ότι το πιο σημαντικό σημείο στην εμπειρία του τραύματος είναι το επίπεδο της ανημποριάς που βιώνει το παιδί και όχι αυτή καθαυτή η εμπειρία του τραύματος.

-Οι σωματικές και οι συναισθηματικές αντιδράσεις στο τραύμα μπορεί να ποικίλλουν: Κάποια παιδιά μπορεί να εκφράζουν ανησυχία και να έχουν κακές αναμνήσεις, στοιχεία όμως που σταδιακά εξαλείφονται, ιδιαίτερα μάλιστα εάν έχει υπάρξει η συναισθηματική υποστήριξη συγγενών ή άλλων κοινωνικών πλαισίων. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αντιδράσεις είναι πολύ πιο έντονες και μπορεί να εξελιχθούν στην εκδήλωση της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (Ρost-Traumatic Stress Disorder, PTSD): Συναισθήματα φόβου, κατάθλιψης, απόσυρσης, θυμού και οργής καθώς και σωματικά συμπτώματα που δεν έχουν ιατρική βάση μπορεί να εκδηλώνονται παράλληλα, ή εβδομάδες ή μήνες μετά το τραυματικό συμβάν. Μια διαρκής αίσθηση ανησυχίας και αγωνίας μπορεί να επηρεάζει την ικανότητα του παιδιού να συγκεντρωθεί και, κατά συνέπεια, την απόδοσή του στο σχολείο. Το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να εμπιστευτεί ξανά τους άλλους για οποιονδήποτε λόγο, πόσο μάλλον όταν το καθησυχάζουν ότι δεν θα ξανασυμβεί κάτι άσχημο πια (American Art Therapy Association, 2005).

Συνοψίζοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε επανειλημμένα την πολυπλοκότητα της εμπειρίας του τραύματος. Η πολυπλοκότητα αυτή και η ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης σε πολλαπλά επίπεδα καθιστά και το ερώτημα της αποτελεσματικής μεθόδου θεραπευτικής αντιμετώπισης.

Στο σημείο αυτό, η εικαστική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να «μιλήσουν» μέσα από το συμβολισμό της Τέχνης αλλά και τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε μια θεραπευτική διαδικασία χωρίς να κατακλύζονται από τις αναμνήσεις και το συναίσθημα. Η εικαστική θεραπεία, όπως και οι άλλες θεραπείες μέσω Τέχνης, διαθέτει ένα πολύ δυνατό εργαλείο δουλειάς: τη δυνατότητα για συμβολοποίηση. Η επεξεργασία σε συμβολικό επίπεδο και η συμβολοποίηση γενικότερα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της αισθητικής απόστασης μπορούν να δώσουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να εκφραστούν με ασφάλεια και να επεξεργαστούν ζητήματα και έννοιες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να κάνουν ή θα αισθάνονταν εξαιρετικά εκτεθειμένοι και ευάλωτοι γι’ αυτό.

Η Τέχνη έχει πάντα το δικό της απλό και μοναδικό τρόπο να εκφράζει την πολυπλοκότητα, αγγίζοντας κάθε της πτυχή χωρίς να επανατραυματίζει το παιδί. Έτσι, και το παιδί μπορεί να είναι περισσότερο καλλιτέχνης και όχι μόνο ένας «άρρωστος» που έχει έρθει σε μια θεραπευτική συνάντηση για να αντιμετωπίσει τα δύσκολα προβλήματά του.

 

– ΤΡΑΥΜΑ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Η πρώιμη εμπειρία τραύματος επιφέρει αν μη τι άλλο μια αίσθηση ακαμψίας και αυστηρότητας στην πορεία ανάπτυξης αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ένα παιδί. Επομένως, επηρεάζει τη λειτουργία εκείνη που είναι ό, τι πιο φυσικό και αυθόρμητο στο παιδί: την ικανότητα για παιχνίδι και, επομένως, για δημιουργικότητα και ζωή.

Το παιδί που έχει βιώσει ένα τραύμα κλείνεται πολύ στον εαυτό του και γίνεται λιγότερο κοινωνικό. Μπορεί να μην αναζητά άλλα παιδιά ή ενήλικες για παρέα ή για να μοιραστεί κάτι. Όπως τονίζει ο Anthony Stevens (όπως αναφέρεται στον Nicholson Chris, 2010: 48), τα παιδιά αυτά μπορεί να καταφέρνουν να επιβιώσουν, ψυχικά και σωματικά από την οδυνηρή εμπειρία του τραύματος, αλλά αυτό συμβαίνει με κόστος την ανάπτυξη μιας αμυντικής διάθεσης συναισθηματικής αποστασιοποίησης: σαν να μην νιώθουν αυτό που συμβαίνει, να μην συμμετέχουν ψυχικά αλλά και να μην συναισθάνονται τα συναισθήματα και την ψυχική διάθεση των άλλων. Παράλληλα, κλείνονται και απορροφούνται τελείως στον εαυτό τους και βασίζονται μόνο σε αυτόν, μην έχοντας εμπιστοσύνη σε κανέναν γύρω τους. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, βαθιά μέσα τους δεν πιστεύουν ότι μπορούν και ότι αξίζουν να λάβουν τη φροντίδα των άλλων και να αγαπηθούν πραγματικά.

Ο Kalsched (όπως αναφέρεται στον Nicholson, 2010: 49) επίσης αναφέρει ότι: «… Στο τραύμα …βλέπουμε την ψυχή όχι να συνδέεται αλλά να από-συνδέεται – να διχάζεται και να αποσχίζεται…».

Για τον λόγο αυτό, οι θεραπείες μέσω Τέχνης και, πιο συγκεκριμένα, η εικαστική θεραπεία, ενδείκνυνται στις περιπτώσεις τραύματος σε παιδιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται βιβλιογραφικά (Malchiodi, 2008), μια δημιουργική προσέγγιση στη θεραπεία ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της αυστηρότητας και της ακαμψίας που χαρακτηρίζει αυτό τον πληθυσμό. Ουσιαστικά, μέσω των θεραπειών μέσω Τέχνης και της εικαστικής θεραπείας συγκεκριμένα, ο θεραπευτής καλείται να δείξει σε αυτά τα παιδιά πού «σταμάτησαν» να παίζουν αλλά και πώς θα μπορέσουν να παίξουν και να χαρούν ξανά.

Όλοι θυμόμαστε πώς ήταν όταν παίζαμε μικρά παιδιά… Μοιράζαμε τα παιχνίδια μας, φωνάζαμε, γελάγαμε, διεκδικούσαμε, καταφέρνοντας να δημιουργήσουμε στιγμές χαράς και ικανοποίησης. Τότε, μας φαινόταν φυσική και απλή η μετάβαση στον κόσμο της φαντασίας. Απλά σκεφτόμασταν κάτι, και μπορούσε να γίνει άμεσα πραγματικότητα: «… το τραπέζι να μετατραπεί ξαφνικά σε αερόστατο και να μας μεταφέρει σε μια άλλη γη…», «… το μαντήλι να γίνει ένα σκοινί που αφήνει τα σημάδια μας στο δάσος για να μην χαθούμε μέσα στη νύχτα…», και πολλές άλλες στιγμιαίες επιθυμίες που μπορούσαν να γίνουν άμεσα πραγματικότητα. Το παιχνίδι που ζούσαμε ως παιδιά αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία που έχει για κάθε άνθρωπο να γεννιούνται σε ψυχικό επίπεδο εικόνες και επιθυμίες και να μπορούν να βρίσκουν άμεσα έναν δρόμο «αναπαράστασης» στην πραγματικότητα.

Η εικαστική θεραπεία παρέχει ένα πλαίσιο στο οποίο μπορούν να γεννηθούν επιθυμίες, εικόνες, ιστορίες και να ζωντανέψει ξανά η φαντασία που έχει χαθεί στο βωμό της μακροχρόνιας εκπαίδευσης της λογικής. Αυτός όμως είναι και ένας σημαντικός δρόμος για να ανακαλύψει κανείς και πάλι το δημιουργικό του εαυτό. Ο Winnicott (όπως αναφέρεται στην Alida Gersie & Nancy King, 1990) αναφέρει ότι «…μόνο στο παιχνίδι μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιήσει όλο το δυναμικό της προσωπικότητάς του, και μόνο μέσω της δημιουργικότητας μπορεί κανείς να ανακαλύψει ουσιαστικά τον εαυτό του». Ο Moreno πίστευε (όπως αναφέρεται στον Max G. Clayton, 2012) ότι ο αληθινός εαυτός μπορεί να προκύψει και ουσιαστικά να δημιουργηθεί ή και να αναγεννηθεί μέσα από τον αυθορμητισμό. Μέσα από το παιχνίδι λοιπόν, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα μπορεί κανείς να ανακαλύψει ξανά, να επαναπροσδιορίσει και να αναγεννήσει τον εαυτό του.

Πράγματι, ο πρώτος βασικός θεμέλιος λίθος της δημιουργικότητας είναι το παιχνίδι. Τα παιδιά κάνουν ουσιαστικά τα πάντα μέσα από το παιχνίδι: μαθαίνουν, εξασκούν και διοχετεύουν τη φαντασία τους, νιώθουν, ομιλούν, κινούνται, βιώνουν αισθησιο-κινητικά ερεθίσματα κ.ά. Η Ann Cattanach (όπως αναφέρεται στην Sue Jennings et al, 1994: 133), περιγράφοντας τα στοιχεία που αποκομίζουν τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι, αναφέρει ότι το παιχνίδι βοηθά τα παιδιά να ορίσουν και να διαχωρίσουν την υποκειμενική και αντικειμενική εμπειρία και πραγματικότητα. Παράλληλα, αποτελεί και το φυσικό τρόπο που τα ίδια διαθέτουν για να μεταμορφώνουν το χρόνο, το χώρο και την εμπειρία τους γενικότερα. Μέσα από το παιχνίδι μπορούν να έρθουν σε επαφή και να διαπραγματευτούν/ διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού τους και από την εμπειρία αυτή να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και να τον επιβεβαιώσουν.

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το παιχνίδι αποτελεί και ένα βασικό κριτήριο αξιολόγησης της ψυχικής κατάστασης των παιδιών. Οι εκπαιδευτικοί, για παράδειγμα, στο σχολείο πάντα παρατηρούν ένα παιδί που κάθεται μόνο του και δεν παίζει με τα άλλα παιδιά ή ένα παιδί που του δίνεις παιχνίδια αλλά δεν μπορεί να αλληλοεπιδράσει με αυτά. Παρόλα αυτά, ακόμη και το παιχνίδι, που είναι κάτι τόσο φυσικό για τα παιδιά, απαιτεί έναν «ασφαλή χώρο» για να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί και, ουσιαστικά, πρόκειται για μια συμπεριφορά που μαθαίνεται: αρχικά από τις αλληλεπιδράσεις γονέα-βρέφους και αργότερα και με τους συνομηλίκους. Εάν όμως ο γονέας δεν είναι εκεί ή είναι βίαιος και κακοποιητικός, η συμπεριφορά του παιχνιδιού δεν μπορεί να αναπτυχθεί και αναστέλλεται.

Ο Meares (όπως αναφέρεται στον Nicholson Chris, 2010: 32) αναφέρεται σε αυτή τη χρόνια αποτυχή προσπάθεια συνάντησης και εναρμόνισης της ψυχικής διάθεσης γονέα και παιδιού, που θα δημιουργήσει ένα ασφαλές πλαίσιο για να «γεννηθεί» το παιχνίδι στη σχέση τους. Όταν ο γονέας δεν συναισθάνεται επαρκώς την ψυχική διάθεση του παιδιού, τις ανάγκες του κάθε στιγμή (εάν πεινάει, εάν διψάει, ένα βαριέται κοκ.), δεν μπορεί να γεννηθεί μια αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της κοινωνικότητας του παιδιού και της ικανότητάς του να παίζει με τους άλλους.

Οι ψυχοθεραπευτές αλλά και όσοι ασχολούνται με παιδιά τονίζουν τον «ψυχαναγκαστικό» τρόπο με τον οποίο παίζουν τα παιδιά που έχουν υποστεί τραύμα. Το παιχνίδι τους πολλές φορές μοιάζει με μια συμπεριφορά που δεν την συνοδεύει η χαρά ή η αίσθηση ψυχαγωγίας. Σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, αυτός ο τρόπος παιχνιδιού μπορεί να εξελιχθεί και σε μια πιο επιθετική ή παραβατική συμπεριφορά.

Αναφέροντας την έννοια της «χαράς» σχετικά με το παιχνίδι είναι σημαντικό, σε αυτό το σημείο, να τονίσουμε ότι ένα επιπλέον στοιχείο των παιδιών που έχουν υποστεί τραύμα είναι το αίσθημα ανηδονίας που τα χαρακτηρίζει, δηλαδή η μη δυνατότητα να νιώσουν χαρά ή ευχαρίστηση, που, όπως αναφέρεται βιβλιογραφικά, φαίνεται να αποτελεί μια τυπική αντίδραση σε περιπτώσεις πρώιμης κακοποίησης. Τα παιδιά αυτά μοιάζει απλά σαν να διεκπεραιώνουν τη ζωή, να την αντέχουν! Γιατί οι αναμνήσεις αποτυπώνονται τόσο βαθιά που κάθε νέο ερέθισμα που έρχεται ξυπνά και όλο το παρελθόν και τις επώδυνες αναμνήσεις, κι ακόμη και κάτι πιο ελαφρύ ξυπνά και κάτι δυσάρεστο από το παρελθόν! Έτσι, το παρελθόν μοιάζει να γίνεται όχι μόνο παρόν, αλλά και μέλλον! Αυτή είναι μια αβάστακτη διαπίστωση για τον ψυχισμό του παιδιού που το οδηγεί σε απελπισία και μια πεποίθηση ότι η ζωή δεν έχει χαρά. Άρα δεν έχει και μέλλον.

Αυτό, λοιπόν, είναι ένα επόμενο σημαντικό σημείο συνάντησης του τραύματος με την εικαστική θεραπεία καθώς η Τέχνη εξ ορισμού ψυχαγωγεί και επιφέρει χαρά στο άτομο παράλληλα με τη δυνατότητα ομαλότερης ένταξης και κοινωνικοποίησής του. Η δυνατότητα να παίζει κανείς μαζί με άλλους ή ακόμη και να γελάσει ξανά αυθόρμητα τον αποσπά, έστω και προσωρινά, από τους πολύπλοκους αμυντικούς μηχανισμούς του και μπορεί να αποτελέσει μια εμπειρία ψυχικής κάθαρσης. Είναι ίσως ένα «αντίδοτο» στο υπερβολικό βάρος και τη σοβαρότητα που συνοδεύει την ψυχολογία του τραύματος.

 

– ΠΡΩΙΜΟ ΣΧΕΣΙΑΚΟ ΤΡΑΥΜΑ & ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η έννοια της ψυχικής ακαμψίας που αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα αποτελεί το κατάλληλο σημείο για να εισέλθουμε στην ενότητα των επιπτώσεων του πρώιμου σχεσιακού τραύματος στη νευρολογική ανάπτυξη του παιδιού. Αρχικά, είναι σημαντικό να ορίσουμε την έννοια του πρώιμου σχεσιακού τραύματος:

Το πρώιμο σχεσιακό τραύμα αφορά ουσιαστικά τη διατάραξη ή και τη ρήξη του πολύ σημαντικού δεσμού δεσίματος του βρέφους ή του παιδιού με το άτομο που το φροντίζει (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι η μητέρα). Η διατάραξη και η ρήξη αυτή μπορεί να προκύψει είτε από συμπεριφορά κακοποίησης ή παραμέλησης από τη μεριά του φροντιστή ή και με πιο έμμεσους τρόπους παραμέλησης και εγκατάλειψης, όπως είναι, για παράδειγμα: η μη ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού, η μη ανταπόκριση, η έλλειψη συναισθηματικής απόκρισης, τα μηνύματα που επιφέρουν σύγχυση και ενδοψυχική σύγκρουση κοκ. Η ρήξη του δεσμού μπορεί επίσης να προκύψει από συμπεριφορές και περιστατικά έντασης και βίας μέσα στο σπίτι και την οικογένεια αλλά και από την απουσία του φροντιστή για διάφορους λόγους, όπως είναι, για παράδειγμα, το διαζύγιο, μια ασθένεια ή και ο θάνατος.*

Τραυματικά γεγονότα κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο έως τριών χρόνων ζωής του παιδιού έχουν εκτεταμένες επιδράσεις στη νευρολογική του ανάπτυξη. Ο Ηowe (2005) (όπως αναφέρεται στον Nicholson et al, 2010: 34) αναφέρει ότι τα παιδιά αυτά τίθενται σαφώς σε μια προδιάθεση ακαμψίας/ αυστηρότητας στις περισσότερες πτυχές της ανάπτυξής τους. Δεν προσαρμόζονται εύκολα, δεν διαχειρίζονται με ευκαμψία τις καταστάσεις, και μοιάζει σαν να μην υπάρχει μια αίσθηση ροής στον τρόπο που διαχειρίζονται και αντιδρούν στα γεγονότα που προκύπτουν στη ζωή τους. Ως αποτέλεσμα αυτών, στην ανάπτυξη του εγκεφάλου εκλείπει ουσιαστικά η έννοια της πολυπλοκότητας. Οι λειτουργίες του μοιάζει να λειτουργούν με στεγανά, με έναν αυστηρό τρόπο, χωρίς να ενοποιούν και να ενσωματώνουν κύριες κοινωνικές, γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες (Nicholson et al, 2010: 34).

Σε ερευνητικό επίπεδο έχει τεκμηριωθεί ότι το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι το επικρατέστερο κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια ζωής του παιδιού. Το δεξί ημισφαίριο επίσης είναι γνωστό για τον επικρατέστερο ρόλο του στη ρύθμιση του συναισθήματος αλλά και στη δημιουργία στρατηγικών αντιμετώπισης σε περιπτώσεις στρες ή άλλων προκλήσεων από το περιβάλλον (Chui Yee Joy Chong, 2015: 118). Παράλληλα, φαίνεται να εξειδικεύεται στην επεξεργασία πληροφοριών κοινωνικο-συναισθηματικού περιεχομένου, σε επίπεδα υπό του συνειδητού, φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια των ασυνείδητων διεργασιών και του ασυνειδήτου (Chong, 2015: 119).

Το πρώιμο σχεσιακό τραύμα (early relational trauma), δηλαδή το τραύμα που δημιουργείται όταν διαταράσσεται ο δεσμός που δημιουργείται μεταξύ του βρέφους και του ατόμου που το φροντίζει στα πρώτα χρόνια της ζωής του, επιφέρει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου επηρεάζοντας σημαντικά την όλη ανάπτυξη και εξέλιξή του. Πιο συγκεκριμένα:

-Το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου αποτελεί τον αποδέκτη «μνήμης» της τραυματικής εμπειρίας που έχει βιώσει το παιδί και «αποθηκεύει» την εμπειρία του πόνου (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

-Ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις του πρώιμου σχεσιακού τραύματος επιφέρουν μείωση του συνολικού όγκου του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

-Επέρχεται βλάβη σε περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού (orbital prefrontolimbic system) που αποτελεί έναν κύριο ρυθμιστικό παράγοντα στην ικανότητα του ατόμου να βιώνει ενσυναίσθηση (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

-Μια έντονη συναισθηματική εμπειρία, όπως είναι το τραύμα, μπορεί να κατακλίσει και το αυτόνομο νευρικό σύστημα και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Chong (2015: 119): «…η αλήθεια με το τραύμα είναι ότι τα κατάλοιπα του παρελθόντος είναι αυτή τη στιγμή ενεργά στο νευρικό σύστημα…».

-Στο αυτόνομο νευρικό σύστημα εδράζουν και διεκπεραιώνονται οι πολύ σημαντικές για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους αποκρίσεις της υπερδιέγερσης και της υποτονικότητας, που με ψυχοβιολογικούς όρους μεταφράζονται στη γνωστή αντίδραση fight-flight (hyper-arousal (fight) και hypoarousal (flight)) (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

-Παρατεταμένη έκθεση και εμπειρία σε καταστάσεις hyper-arousal (fight) και hypoarousal (flight) επιφέρουν βλάβες στη λειτουργία της αμυγδάλας (amygdala). Δεδομένα νευροβιολογικών μελετών έχουν υποδείξει ότι βλάβες στην αμυγδάλα, σε πολύ πρώιμες ηλικίες, επιφέρουν σημαντικές και μακροχρόνιες επιδράσεις στην ικανότητα του ατόμου να δημιουργεί κοινωνικούς δεσμούς και στο συναισθηματικό του υπόβαθρο (emotionality) (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

-Παράλληλα, επηρεάζεται σημαντικά και η λειτουργία του ιππόκαμπου (hippocampus) που είναι ένα βασικό όργανο του μεταιχμιακού συστήματος (limbic system). Πιο συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις πολύ έντονου στρες, ο ιππόκαμπος φαίνεται να χάνει τη σημαντική ικανότητά του να μεσολαβεί μεταξύ του εγκεφαλικού φλοιού και της αμυγδάλας, καθώς επίσης και στη διαβίβαση πληροφοριών από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη καθώς και στη χωροταξική πλοήγηση της περιοχής του εγκεφάλου (Chui Yee Joy Chong, 2015: 119).

Η αποσύνδεση αυτή σημαίνει ουσιαστικά ότι το νευρικό δίκτυο που είναι υπεύθυνο για τη σύνδεση των γνωστικών συλλογισμών με τις συναισθηματικές αποκρίσεις διακόπτεται! Αυτές οι συχνές διακοπές σύνδεσης οδηγούν επίσης στη δημιουργία μιας κακής συνδεσιμότητας μεταξύ αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου, που αν μη τι άλλο οδηγεί σε ένα σημαντικό αποτέλεσμα: η συναισθηματική μνήμη να μην είναι πλέον προσβάσιμη στο συνειδητό κομμάτι του εαυτού μέσω του λόγου (Chui Yee Joy Chong, 2015: 120). Βάσει αυτών, θεραπευτικά τουλάχιστον, θα απαιτείται και μια άλλη προσέγγιση που δεν θα χρησιμοποιεί τον λόγο/ ομιλία για να έρθει το άτομο σε επαφή με το υλικό αυτό. Για το λόγο αυτό, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ενδείκνυνται οι θεραπείες μέσω του λόγου/ ομιλίας και γνωστικού ουσιαστικά περιεχομένου.

 

– Περιορισμοί που τίθενται από τις θεραπείες μέσω του λόγου/ ομιλίας: οι λέξεις και ο λόγος ως ένα αμυντικό εργαλείο αποσύνδεσης/ αποσχιστικότητας

Έτσι φτάνουμε σε ένα από τα βασικότερα στοιχεία της απάντησης στο ερώτημα: γιατί η εικαστική θεραπεία ενδείκνυται σε περιπτώσεις τραύματος και, μάλιστα, σε περιπτώσεις πρώιμου σχεσιακού τραύματος; Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα προαναφερθέντα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι η τραυματική εμπειρία αυτή καθαυτή δεν είναι «καταγεγραμμένη» σε μορφή λέξεων και γλώσσας αλλά στη «γλώσσα» του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, δηλαδή σε εικόνες, αισθήσεις, εντυπώσεις κλπ. Παράλληλα, όπως προαναφέρθηκε, έχει διαταραχθεί η σύνδεση αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου και το γεγονός αυτό αποτελεί ένα επιπλέον πρόβλημα προσβασιμότητας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «… η θεραπευτική διαδικασία θα πρέπει να περαιωθεί σε μια γλώσσα που ομιλεί το δεξί ημισφαίριο», Chong (2015: 121).

Αλλά ο Chui Yee Joy Chong (2015: 120-121) εξηγεί ότι δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που οι θεραπείες μέσω του λόγου/ ομιλίας δεν είναι κατάλληλες για τις περιπτώσεις πρώιμου σχεσιακού τραύματος. Όπως αναφέρεται, ο λόγος/ ομιλία αποτελεί έναν επιπλέον τρόπο με τον οποίο το άτομο μπορεί να ‘αποκόβεται/ αποσυνδέεται/ αποστασιοποιείται’ από την πραγματικότητα και να την χειρίζεται. Με άλλα λόγια, ο λόγος/ ομιλία όχι μόνο δεν βοηθά αλλά μπορεί να καταστεί και εμπόδιο στην επαφή και ανάκτηση των βιωμάτων του τραύματος!

Όπως τονίζεται, ο λόγος μπορεί να λειτουργεί ως ένα «δίκοπο μαχαίρι» σε άτομα που έχουν βιώσει εμπειρίες πρώιμου τραύματος, Ο λόγος και η ομιλία γενικότερα μπορεί να αποτελέσουν ένα εργαλείο χειριστικότητας που απομακρύνει τον θεραπευόμενο από τον εαυτό του και τα συναισθήματά του εγκαθιστώντας τη λειτουργία ενός ψευδή εαυτού (Chui Yee Joy Chong, 2015: 120). Ο De Zulueta (όπως αναφέρεται στον Chong, 2015: 121) τονίζει ότι ο λόγος/ ομιλία μπορεί να συμβάλλει σε περαιτέρω διαστρεβλώσεις και αποσχίσεις (splits) του εαυτού οδηγώντας σταδιακά και στην απόσχιση (split) μεταξύ «αληθινού» και «ψευδή» εαυτού.

Η Annete Shore (2014: 91) τονίζει την ανάγκη επανασύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου μέσα από τις τεχνικές της εικαστικής θεραπείας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στον «διαχωρισμένο» εγκέφαλο και τον τρόπο με τον οποίο, στη σύγχρονη εποχή, φαίνεται να επικρατεί το αριστερό ημισφαίριο και οι λειτουργίες του. Καθώς τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες προφανώς η επανένωση και η ενοποίηση των δύο επιφέρει μια αίσθηση ισορροπίας.

Όπως συμπεραίνουμε, για να είναι επωφελής και αποτελεσματική μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση σε περίπτωση πρώιμου σχεσιακού τραύματος θα πρέπει καταρχήν να διεξαχθεί σε γλώσσα που «ομιλεί» το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου προκειμένου αρχικά να υπάρξει πρόσβαση στο συγκεκριμένο υλικό που είναι αποθηκευμένο στη γλώσσα του δεξιού ημισφαιρίου, δηλαδή σε σωματο-αισθητηριακή (somatosensory) μορφή ή σε μορφή εικόνας (iconic form).

Στη συνέχεια, θα πρέπει να δουλευτεί/ επεξεργαστεί θεραπευτικά στην «ίδια γλώσσα», δηλαδή και πάλι ως μια σωματο-αισθητηριακή (somatosensory) δραστηριότητα. Η τέχνη και η εικαστική θεραπεία προφανώς διαθέτουν τα εργαλεία για αυτή τη δουλειά! Η εικαστική θεραπεία, ως μια επίσης σωματο-αισθητηριακή (somatosensory) δραστηριότητα και πράξη βοηθά στην πρόσβαση στη «γλώσσα» του μεταιχμιακού συστήματος (που περιλαμβάνει στοιχεία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, της αμυγδάλας και του ιπποκάμπου) προκειμένου να δουλευτεί θεραπευτικά αυτό το υλικό (Chui Yee Joy Chong, 2015: 121).

 

– Η δυνατότητα της Τέχνης να εμπεριέχει

Τα παιδιά που έχουν βιώσει την εμπειρία του τραύματος αντιδρούν πολλές φορές στη θεραπεία με έντονο θυμό και παρορμητικά ξεσπάσματα με την παραμικρή αίσθηση ματαίωσης. Οι αντιδράσεις αυτές αποτελούν, εκτός από τα αποτελέσματα της εμπειρίας αυτής καθαυτής του τραύματος, και τα αποτελέσματα της παρατεταμένης έκθεσής τους σε στρεσογόνα ερεθίσματα και της υπερ-διέγερσης (hyper-arousal) που τα συνοδεύει. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο για το παιδί επειδή το ίδιο, στα αρχικό τουλάχιστον στάδιο της θεραπευτικής παρέμβασης, δεν γνωρίζει γιατί αντιδρά έτσι και πού οφείλονται αυτές οι αντιδράσεις του. Φυσικά αυτό συμβαίνει, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της μη λεκτικής φύσης των αναμνήσεων και της ενστικτώδους απόκρισης της συναισθηματικής μνήμης, στοιχεία τα οποία δεν είναι προσβάσιμα μέσω του λόγου και της λογικής διεργασίας του αριστερού ημισφαιρίου.

Η εικαστική θεραπεία θέτει όρια και η καλλιτεχνική δημιουργία εκφράζεται σε οριοθετημένα πλαίσια (συγκεκριμένη θεματολογία, καμβάς κλπ.) και το γεγονός αυτό παρέχει σημαντική αίσθηση ασφάλειας. Παράλληλα, η εικαστική θεραπεία αποτελεί ένα νέο ‘ουδέτερο’ πεδίο που μπορεί να εμπεριέχει το συναισθηματικό πόνο αλλά και να οδηγήσει σε μια αίσθηση κάθαρσης. Το γεγονός αυτό μειώνει και την αίσθηση αντιπαράθεσης και σύγκρουσης στη διαδικασία της θεραπείας.

Τέλος, τα εικαστικά υλικά αποτελούν και αυτά σημαντικά εργαλεία καθώς μπορούν με έναν τρόπο να ‘απορροφήσουν’ και να επιβραδύνουν ή να «μαλακώσουν» τα συναισθήματα υψηλής παρορμητικής τάσης. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό καθώς παρέχει τη δυνατότητα στον εγκεφαλικό φλοιό ‘να επανασυνδεθεί’ και με αυτό τον τρόπο να αναμειχθεί στη διαδικασία απόκρισης στο στρες.

 

– ΤΡΑΥΜΑ & ΔΕΣΜΟΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ

Το πρώιμο σχεσιακό τραύμα προκαλεί ρήξη του πρωταρχικού δεσμού και του δεσμού προσκόλλησης. Πώς εκδηλώνεται αυτή η διαδικασία και τι επιφέρει στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού;

Ως συμπεριφορά προσκόλλησης (attachment behaviour) ορίζεται κάθε συμπεριφορά προσέγγισης ενός εξαρτούμενου βρέφους ή παιδιού όταν αισθάνεται δυσφορία για οποιονδήποτε λόγο, όπως πόνο, φόβο, κρύο, πείνα κ.ά. (Danya Glaser, 2000: σελ. 102). Ο δεσμός προσκόλλησης αρχίζει να διαμορφώνεται από τα μισά του πρώτου έτους ηλικίας.

Ο Bowlby (όπως αναφέρεται στην Glaser, 2000: 102) περιγράφει τον δεσμό προσκόλλησης ως ένα βιολογικό ένστικτο. Το βρέφος, το μωρό ή το παιδί θα αναζητήσει και θα «κινηθεί» προς τη μητέρα ή το άτομο που το φροντίζει προκειμένου να βρει ανακούφιση και ικανοποίηση από το ερέθισμα, εσωτερικό ή εξωτερικό, που το έχει αναστατώσει. Το άτομο/ φροντιστής αντιδρά σε αυτή την προσέγγιση και αντίδραση του παιδιού βάσει της δικής του ιδιοσυγκρασίας με αποτέλεσμα αυτός ο μοναδικός συνδυασμός αναζήτησης του παιδιού και απόκρισης του ενήλικα να διαμορφώνει και να «καταγράφει» στο παιδί βαθιά ριζωμένα μοντέλα του εαυτού του αλλά και του «άλλου». Τα μοντέλα αυτά αφορούν ουσιαστικά τις εντυπώσεις/ απόψεις του παιδιού για τον εαυτό του αλλά και τις προβλέψεις και τις προσδοκίες για τη συμπεριφορά των «άλλων» και του ευρύτερου περιβάλλοντος απέναντί του.

Βιβλιογραφικά αναφέρεται το Strange Situation Test (Danya Glaser, 2000: 102) ή αλλιώς «Η συνθήκη του Ξένου», ως η πιο γνωστή πειραματική μεθοδολογία καταμέτρησης και παρατήρησης των μοντέλων που προαναφέρθηκαν.

Σε αυτή την πειραματική διαδικασία παρατηρείται η αντίδραση του παιδιού στο άτομο/φροντιστή όταν είναι μαζί του στο δωμάτιο, όταν αποχωρεί, όταν επανεμφανίζεται κοκ. Αναφέρονται τέσσερις κατηγορίες αντίδρασης και ποιότητας ουσιαστικά του δεσμού προσκόλλησης: Κατηγορία Α: αγχώδης/ αποφευκτική, κατηγορία Β: ασφαλής, κατηγορία Γ: αγχώδης/ ανασφαλής και κατηγορία Δ: ανοργάνωτη/ αποπροσανατολισμένη/ αμφιθυμική συμπεριφορά σχέσης προσκόλλησης (Danya Glaser, 2000: 102).

Η Danya Glaser (2000: 103) αναφέρει ότι αφού προστέθηκε η κατηγορία Δ αναλύθηκαν ξανά οι σχέσεις προσκόλλησης βρεφών ηλικίας 12 μηνών που είχαν υποστεί κακή μεταχείριση κι εκείνων που δεν είχαν υποστεί. Βρέθηκε ότι το 82% των βρεφών που είχαν υποστεί κακή μεταχείριση εκδήλωναν δεσμό προσκόλλησης της κατηγορίας Δ, ενώ μόνο το 19% των βρεφών που δεν είχαν υποστεί αυτή τη μεταχείριση αντέδρασαν με τρόπο που θα μπορούσε να καταταγεί στην κατηγορία Δ. Επίσης, περισσότερα αγόρια παρά κορίτσια κατηγοριοποιήθηκαν στην κατηγορία Δ. Οι Main & Hesse (όπως αναφέρονται στην Danya Glaser, 2000: 103) εξηγούν ότι το να ενδοβληθεί ο φόβος στη σχέση φροντίδας μητέρα και παιδιού οδηγεί στη δημιουργία της ανοργάνωτης/ από-προσανατολισμένης συμπεριφοράς σχέσης προσκόλλησης. Το παιδί φοβάται, μπερδεύεται και αναζητά τη μητέρα του για να ανακουφιστεί, η οποία ταυτόχρονα είναι και η πηγή της δυσαρέσκειας ή του φόβου που βιώνει.

Η Ksenia Meshcheryakova, (2012: 54) περιγράφει τις ζωγραφιές παιδιών με ασφαλή σχέση προσκόλλησης και ανοργάνωτη/ αποπροσανατολισμένη/ αμφιθυμική σχέση προσκόλλησης.

 

 

Εικόνα 1: Το πορτραίτο εαυτού του Μίσα: ένα παράδειγμα μιας ασφαλούς σχέσης προσκόλλησης (Ksenia Meshcheryakova, 2012: 54)

Ο Μίσα είναι ένα αγόρι 7 ετών και απεικονίζει τον εαυτό του στη ζωγραφιά ως έναν μάγο που κρατά το μαγικό ραβδί, φορά καπέλο, πατίνια και έχει και ένα κασετόφωνο. Τους φίλους του τους ζωγραφίζει ως μια χελώνα νίντζα, μια γάτα και έναν ποδηλάτη και φαίνονται όλοι επινοητικοί χαρακτήρες καθώς όλοι έχουν κρυφές μαγικές δυνάμεις και φίλους και μπορούν να ανακαλύπτουν πράγματα που τους ευχαριστούν και τους κάνουν χαρούμενους.

 

 

Εικόνα 2: Το πορτραίτο εαυτού του Serega: ένα παράδειγμα μιας ανοργάνωτης/ αποπροσανατολισμένης/ αμφιθυμικής σχέσης προσκόλλησης (Ksenia Meshcheryakova, 2012: 55):

Ο Serega είναι ένα αγόρι 8 ετών και απεικονίζει τον εαυτό του να κρατά ένα μπουκάλι βότκα και να καπνίζει. Όπως περιγράφεται, η απεικόνιση αυτή αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα μιας αμφιθυμικής σχέσης προσκόλλησης στην οποία το παιδί ταυτίζεται με τον «επιτιθέμενο», σε αυτή την περίπτωση τον «κακό» φροντιστή του. Παράλληλα, η κατανάλωση αλκοόλ και νικοτίνης στη Ρωσία (όπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο) θεωρείται ένα δυνατό στοιχείο αρρενωπότητας και, εδώ, ο Serega χρησιμοποιεί αμυντικά αυτά τα χαρακτηριστικά ως υποκατάστατο μιας σχέσης φροντίδας και ασφάλειας.

 

– Πώς συναντά η εικαστική θεραπεία τα παιδιά που αναφέρονται σε αυτές τις κατηγορίες όσον αφορά τη συμπεριφορά προσκόλλησης που εκδηλώνουν;

Η εικαστική θεραπεία έρχεται να αντιμετωπίσει τα παιδιά που έχουν υποστεί τραύμα, ουσιαστικά, δηλαδή, να αντιμετωπίσει παιδιά που εκδηλώνουν αυτά τα τέσσερα μοντέλα προσκόλλησης. Ως θεραπευτική τεχνική αρχικά παρέχει ένα πλαίσιο σχέσης με τον «άλλον» προκειμένου το ίδιο το παιδί να μπορέσει να εκφραστεί με ασφάλεια σε ένα οριοθετημένο περιβάλλον. Κατά δεύτερον, η θεραπευτική σχέση αυτή καθαυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει τη μαγιά ή το πρότυπο επάνω στο οποίο θα μπορέσει να καλλιεργηθεί ένα άλλο νέο βελτιωμένο μοντέλο σχέσης για να συνεχίσει τη ζωή του.

Ένα δεύτερο σημείο συνάντησης αφορά και πάλι τα δεδομένα της νευροψυχολογίας που περιγράφηκαν σε προηγούμενες ενότητες καθώς η εικαστική θεραπεία μπορεί να ενεργοποιήσει νευρολογικές δομές του ανθρώπινου εγκεφάλου διευκολύνοντας την επαφή και ανάσυρση αυτού του υλικού, επομένως και αναμνήσεων των μοντέλων προσκόλλησης που προαναφέρθηκαν και τη θεραπευτική επεξεργασία τους (Frances O’Brien, 2004: 2).

Πιο συγκεκριμένα, η O’Brien (2004, 3), σε ένα άρθρο της σχετικά με τη δημιουργία ακαταστασίας (mess) κατά τη διάρκεια της συνεδρίας εικαστικής θεραπείας μελετά τη συμπεριφορά παιδιών που έχουν βιώσει πρώιμο σχεσιακό τραύμα. Τονίζει, μάλιστα, ότι η ακαταστασία που μπορεί να δημιουργείται κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας εικαστικής θεραπείας μπορεί να αποτελεί το αποτέλεσμα κατεστραμμένων νευρολογικών μηχανισμών που έχουν προκληθεί από αυτή την πρώιμη εμπειρία κακοποίησης και παραμέλησης.

 

 

Εικόνα 3

Στην Εικόνα 3, αποτυπώνεται αυτή η ακαταστασία/χάος που μπορεί να δημιουργηθεί: Η δομή και η τάξη εξαφανίζονται και «λίμνες» από μπογιά μπορεί να ρέουν σε όλο το χώρο, παντού… (Frances O’Brien, 2004: 3).

Οι Elbrecht & Antcliff (2014: 19) περιγράφουν επίσης χαρακτηριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι εντυπώσεις/ αναμνήσεις του πρώιμου τραύματος είναι καταγεγραμμένες στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου και τον τρόπο με τον οποίο η εικαστική θεραπεία με πηλό συγκεκριμένα μπορεί να διευκολύνει την επαφή και ανάσυρσή τους σε συνειδητό επίπεδο.

Πιο συγκεκριμένα, ο πηλός δουλεύεται με τα χέρια τα οποία, μέσα από την επαφή και τη μάλαξη του πηλού, μπορούν να ενεργοποιήσουν νευρολογικές δομές του ανθρώπινου εγκεφάλου φέρνοντας στο προσκήνιο υλικό το οποίο μπορεί να μην είναι προσβάσιμο μέσω του λόγου. Παράλληλα, η επαφή των χεριών με τον πηλό και το άγγιγμά του παραπέμπει γενικότερα στην έννοια του «αγγίγματος», στοιχείο πρωταρχικό στα πρώιμα χρόνια ανάπτυξης του παιδιού και την εξέλιξη της σχέσης μητέρας παιδιού. Όπως τονίζεται (Elbrecht & Antcliff (2014: 19), το άγγιγμα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ασφαλούς προσκόλλησης με τη μητέρα και μέσα από αυτό το μωρό γνωρίζει, εξοικειώνεται και δένεται με τη μητέρα. Έτσι, αποτελεί και μια από τις πιο πρώιμες αναμνήσεις του σώματος που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν και είναι αποθηκευμένες σε νευρολογικές δομές του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Η εικαστική θεραπεία και οι θεραπείες μέσω Τέχνης γενικότερα ενδείκνυνται για θεραπευτική παρέμβαση σε θέματα δεσμού προσκόλλησης, όπως τονίζει και η Cathy A. Machioldi (2014: 3) καθώς αποτελούν θεραπείες μέσω της δράσης (action) και χαρακτηρίζονται από το αισθησιο-κινητικό περιεχόμενο και τις τεχνικές τους. Πιο συγκεκριμένα, παρέχουν τη δυνατότητα παρέμβασης σε αισθητηριακό επίπεδο, σε μη λεκτικό επίπεδο, σε υλικό γενικότερα όπου δεν έχουμε επικράτηση του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, στη ρύθμιση του θυμικού συστήματος και σε σχεσιακό επίπεδο.

Η Cathy A. Machioldi (2014: 11) περιγράφει χαρακτηριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι παρεμβάσεις ενός θεραπευτή μέσω Τέχνης μπορούν να ακολουθούν μια προσέγγιση που ακολουθεί τα χνάρια της νευρολογίας και των νευρολογικών δομών του εγκεφάλου (neurosequential approach) παραθέτοντας μάλιστα και έναν πίνακα στον οποίο συγκεκριμένες παρεμβάσεις του θεραπευτή μέσω Τέχνης απευθύνονται και ενεργοποιούν συγκεκριμένες νευρολογικές δομές του εγκεφάλου. Παραθέτει, μάλιστα, το παράδειγμα της μικρής Τζοάν, ηλικίας 10 ετών, η οποία φιλοξενούνταν σε μια συγκεκριμένη δομή φιλοξενίας λόγω του ότι ο πατέρας της είχε ασκήσει βία σε πολλές περιπτώσεις στη μητέρα της και τα παιδιά της οικογένειας αλλά και επειδή η μητέρα της νοσηλευόταν λόγω χρήσης ουσιών. Η Cathy A. Machioldi (2014: 12) περιγράφει ότι η μικρή Τζοάν είχε αρχικά ανάγκη από παρεμβάσεις με εικαστικά υλικά και δραστηριότητες γενικότερα που θα είχαν έναν κατευναστικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να παρέχουν μια μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας για να μπορέσει να συνεχίσει και τις συναντήσεις της αλλά και τη ζωή της γενικότερα. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, η συνολική διαδικασία της εικαστικής παρέμβασης μπορεί να παρέχει εμπειρίες (είτε μέσω των υλικών ή άλλων δραστηριοτήτων) που προσομοιάζουν και αποκαθιστούν την πρωταρχική σχέση προσκόλλησης.

 

– Επιδράσεις μιας ομαλής σχέσης προσκόλλησης

Αντιστρέφοντας λίγο τα πράγματα, μπορούμε να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια καλή σχέση προσκόλλησης στα πρώιμα χρόνια ζωής του παιδιού βοηθά στην ομαλή νευρολογική ανάπτυξή του. Έτσι, θα μπορέσουμε αυτόματα να κατανοήσουμε και πιο ολοκληρωμένα ποιες είναι οι επιδράσεις εάν αυτό δεν συμβεί. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η O’Brien (2004: 7): «Η καλή σχέση προσκόλλησης είναι απαραίτητη ανάμεσα σε ένα βρέφος και το άτομο που το φροντίζει. Χωρίς αυτή, η αίσθηση εαυτού του βρέφους χάνεται και επέρχονται αλλαγές στον εγκέφαλο».

Το βρέφος γεννιέται και ο εγκέφαλός του ουσιαστικά ακόμη αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη αυτή πρέπει φυσικά να συνεχιστεί και μετά τη γέννησή του, όπως επίσης και των διαφόρων κυκλοφοριακών συνδέσεων του εγκεφάλου. Η σχέση αλληλεπίδρασης με τον φροντιστή παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία: στην ενεργοποίηση των νευρώνων και την ενδυνάμωση των διαφόρων οδών συγκέντρωσης των συνδέσεων του εγκεφάλου. Χωρίς τη «διέγερση»/ ενασχόληση του φροντιστή, η διαδικασία αυτή δεν ξεκινά ουσιαστικά, τουλάχιστον όχι με έναν φυσιολογικό τρόπο, δεν προχωρά και σίγουρα δεν ολοκληρώνεται.

Παράλληλα, υπάρχουν ευαίσθητοι περίοδοι ανάπτυξης/ στάδια του εγκεφάλου και, εάν μεσολαβήσει η εμπειρία του τραύματος, η ευκαιρία αυτή ουσιαστικά χάνεται ανεπιστρεπτί. Παράλληλα, η εμπειρία του τραύματος επιφέρει, αν μη τι άλλο, μια γενικευμένη κατάσταση στρες σε όλο τον οργανισμό: είναι σαν όλος ο ρυθμός ανάπτυξης του παιδιού να συντελείται με την επήρεια ενός συναγερμού. Όπως είναι φυσικό, σε βιοχημικό επίπεδο οι επιδράσεις αυτές είναι παντού, σε όλα τα όργανα του σώματος (Frances O’Brien, 2004: 7).

Παράλληλα, τα μοντέλα συσχέτισης και αλληλεπίδρασης που δημιουργούνται σε αυτή τη φάση ανάπτυξης «αποθηκεύονται» και «απομνημονεύονται» και θα καθορίσουν στη συνέχεια την ανάπτυξη και των μελλοντικών σχέσεων του παιδιού.

Όπως τονίζεται, η αλληλεπίδραση με τη μητέρα από τα πρώτα κιόλας λεπτά ζωής του παιδιού είναι πολύ σημαντική και ουσιαστικά «δίνει ύπαρξη» και στο ίδιο το παιδί. Μέσα από το άγγιγμα, το χάδι και την αγκαλιά της το παιδί αρχίζει και νιώθει ότι «υπάρχει» και η διάθεση ή ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνεται η μητέρα καθρεφτίζει και την αίσθηση που αποκτά το ίδιο το μωρό για τον εαυτό του. Ο κόσμος αποκτά δομή και οργάνωση. Το παιδί, μάλιστα, σύντομα μετά τη γέννησή του, αρχίζει και μιμείται τις αποκρίσεις και τις κινήσεις της μητέρας. Εάν η μητέρα είναι απότομη και απορριπτική το παιδί ενδοβάλει το θυμό της. Με άλλα λόγια, η ανταποκρισιμότητα της μητέρας και η δυνατότητά της να εμπεριέχει τις εντάσεις/ διεγέρσεις του παιδιού λειτουργούν ουσιαστικά ως ένας «ρυθμιστής» της διάθεσης, της έντασης αλλά και της αυτοεκτίμησης του παιδιού (Frances O’Brien, 2004: 7).

Η αναγνώριση του προσώπου και της φωνής της μητέρας είναι τόσο ζωτικής σημασίας για το βρέφος που έχουν αναπτυχθεί ειδικές περιοχές στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου για αυτή τη διεργασία. Χωρίς αυτές δημιουργείται τραύμα στο παιδί. Όπως τονίζεται από τον Wright (όπως αναφέρεται στην O’Brien, 2004: 7): «Το αλληλεπιδραστικό χαμόγελο και το κοίταγμα ανάμεσα στα δύο πρόσωπα είναι απαραίτητα για το βρέφος προκειμένου να βιώσει μια ανεκτή εμπειρία αποχωρισμού».

Σε αυτό λοιπόν το σημείο, ερχόμαστε σε ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του δεσμού προσκόλλησης, που είναι η οπτική αντίληψη, το βλέμμα.

Το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, όπως προαναφέρθηκε, λειτουργεί και επικοινωνεί μέσω εικόνων και όχι με τον λόγο. Μάλιστα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην O’Brien (2004: 7), είτε βλέπουμε κάτι, είτε το φανταζόμαστε, είτε μάλιστα το ονειρευόμαστε ή το ακούμε, αποτελεί το ίδιο πράγμα για το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου. Ενεργοποιούνται τα ίδια σημεία του ανθρώπινου εγκεφάλου σαν αυτό το γεγονός να συνέβαινε αλήθεια στην πραγματικότητα.

Ο Damasio 1994 (όπως αναφέρεται στην Malchiodi A. Cathy, 2003: 18) τονίζει χαρακτηριστικά ότι το σώμα μας αντιδρά σε μια εικόνα σαν αυτή να ήταν πραγματικότητα. Όπως αναφέρει, η εικόνα δεν έχει να κάνει μόνο με το τι βλέπει κανείς οπτικά, αλλά συνδυάζει και όλες τις άλλες αισθήσεις: την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση αλλά και αισθησιο-κινητικά ερεθίσματα (για παράδειγμα, απτικά, μυικά, τη θερμοκρασία, τον πόνο, σπλαχνικά κοκ.).

Ο Edwards (όπως αναφέρεται στην O’Brien, 2004: 8) προσθέτει ότι το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου αφορά τη δημιουργικότητα αλλά και η ζωγραφική αποτελεί μια δραστηριότητα του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Μάλιστα, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, αν, σε ένα φανταστικό σενάριο, καταφέρναμε να αποσυνδέσουμε τελείως το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου από το αριστερό, ίσως θα ήταν και πιο εύκολο να ξεμπλοκάρουμε ή και να ανακαλύψουμε το δημιουργικό ταλέντο ενός ανθρώπου.

Όπως προαναφέρθηκε, στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού αναπτύσσεται πρώτα το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου και η εικόνα προηγείται: συνομιλούμε ουσιαστικά μέσω εικόνων. Η διαπίστωση αυτή παραπέμπει ουσιαστικά σε κάτι πολύ χαρακτηριστικό που είχε τονίσει και ο Σίγκμουντ Φρόιντ (όπως αναφέρεται στην O’Brien, 2004: 8) στις αρχές του 20ού αιώνα: ότι το να σκεφτόμαστε με εικόνες προσομοιάζει πολύ περισσότερο με τις διεργασίες του ασυνειδήτου παρά με το να σκεφτόμαστε με λέξεις.

Καταλήγοντας και δίνοντας μια απάντηση στο ερώτημα γιατί η εικαστική θεραπεία συνίσταται σε περιπτώσεις τραύματος παιδιού, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η κοινή συνάντηση σημαντικών παραμέτρων ανάπτυξης του παιδιού, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, με τη ζωγραφική, και τις λειτουργίες του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου αποτελεί την εξήγηση της αποτελεσματικότητας της εικαστικής θεραπείας σε αυτές τις περιπτώσεις. Η ζωγραφική είναι μια λειτουργία του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου αλλά και το τραύμα, πιο συγκεκριμένα το πρώιμο σχεσιακό τραύμα, είναι καταγεγραμμένο και αποθηκευμένο, με τη μορφή εικόνων, στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου. Εκεί συναντώνται και οι ασυνείδητες διεργασίες, τα όνειρα, η πρώιμη ηλικία, η σχέση προσκόλλησης, η καταγραφή του βλέμματος μάνας και βρέφους, η γλώσσα των εικόνων, οι απολήξεις όλων των οργάνων του σώματος κ.ά. Και τα αποτελέσματα αυτών των συναντήσεων είναι σημαντικά και αποτελεσματικά.

Πέραν αυτού, η Lusebrink (2004: 125) τονίζει ότι η εικαστική θεραπεία σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία του εγκεφάλου και κάθε πτυχή/διαδικασία της εικαστικής έκφρασης ‘φέρεται’ και λειτουργεί σε μια αντίστοιχη περιοχή του εγκεφάλου ενεργοποιώντας αντίστοιχες διεργασίες. Η εικαστική έκφραση αφορά ένα οπτικό ερέθισμα και μια οπτική επεξεργασία, μια αισθησιο-κινητική ενεργοποίηση, μια απτική και κινητική διαδικασία, αλλά και μια γνωσιακή και γλωσσική επεξεργασία. Η εικαστική θεραπεία έχει να προσφέρει πολλά σε σημαντικά θέματα κλινικής παρέμβασης αν γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η εικαστική διαδικασία συνδέεται με συγκεκριμένες δομές και λειτουργίες του εγκεφάλου και πώς μπορεί να λειτουργήσει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας. Όπως τονίζεται: η εικαστική θεραπεία αποτελεί αλληλεπίδραση σώματος και ψυχής.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα συνοψίζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τα προαναφερθέντα (Lusebrink (2004: 125):

«Οι καλλιτέχνες είναι υπό μια έννοια νευρολόγοι, που ασχολούνται με τον ανθρώπινο εγκέφαλο με τεχνικές που είναι μοναδικές για αυτούς, αλλά, παρόλα αυτά, μελετούν τον ανθρώπινο εγκέφαλο και τη δομή του χωρίς και να χρειάζεται να τον γνωρίζουν», (Zeki, 1999, p. 10).

 

– ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ & ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ: ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Η εικαστική θεραπεία αποτελεί μια θεραπευτική προσέγγιση που υποστηρίζει ότι η εικαστική έκφραση και δημιουργία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να εκφραστεί, να επικοινωνήσει και να ανακαλύψει τη δημιουργικότητά του. Για τα παιδιά ιδιαίτερα, η εικαστική έκφραση και δημιουργία είναι ακόμη πιο σημαντικά καθώς τα παιδιά μιλούν με τις εικόνες παρά με τον λόγο και, όπως έχει περιγραφεί, πολλές αναμνήσεις ή θέματα που τα έχουν τραυματίσει είναι καταγεγραμμένα με τη μορφή εικόνων. Η ενασχόληση με τη δημιουργική/ καλλιτεχνική εικαστική έκφραση μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά που έχουν βιώσει την εμπειρία του τραύματος, να τα ενδυναμώσει και να τα εμψυχώσει. Σε πολλά κέντρα που φιλοξενούνται παιδιά με αυτό το υπόβαθρο λαμβάνουν χώρα ομάδες ζωγραφικής, γλυπτικής, κολάζ κοκ. για τη δημιουργική ανάπτυξη και ψυχολογική στήριξη που απαιτείται κατά περίπτωση.

Πέρα από αυτή τη διάσταση όμως, η εικαστική θεραπεία έρχεται να συναντήσει το παιδί που έχει τραυματιστεί και σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο διαθέτοντας τις τεχνικές και τις μεθόδους για να παρέμβει και να φέρει ένα σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Η Αμερικανική Εταιρεία Εικαστικής Θεραπείας υπογραμμίζει ορισμένες γενικές κατευθυντήριες γραμμές (American Art Therapy Association, 2005: 2) για τους θεραπευτές που εργάζονται με παιδιά που έχουν ζήσει μια τραυματική εμπειρία:

-Δουλεύοντας στην εικαστική θεραπεία με ένα παιδί που έχει υποστεί τραύμα, είναι καταρχάς πολύ σημαντική η παροχή ενός ασφαλούς πλαισίου εργασίας στο οποίο το παιδί θα μπορέσει να ανακτήσει την ηρεμία, την ασφάλεια και, πάνω από όλα, τις δυνάμεις του για να συνεχίσει τη ζωή του. Σε αυτό το ασφαλές πλαίσιο, τα όρια και οι κανόνες αποτελούν βασικά εργαλεία προς αυτή την κατεύθυνση. Χρειάζεται όμως μια εξαιρετικά λεπτή ισορροπία μεταξύ της προφύλαξης μιας οργάνωσης και μιας οριοθετημένης καθημερινότητας στη ζωή του παιδιού και μιας ελαστικότητας σχετικά με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένου παιδιού. Όρια για την αίσθηση ασφάλειας και ελευθερία για την έκφραση.

-Είναι σημαντικό να συζητηθεί από την αρχή με το παιδί τι ακριβώς πρόκειται να γίνει τώρα αλλά και τι προβλέπεται να γίνει για το μέλλον. Το παιδί έχει ανάγκη να γνωρίζει κατά πόσο εξασφαλίζεται τόσο η ασφάλειά του όσο και η εξέλιξή του. Ουσιαστικά, η συνέχιση της ζωής του.

-Κάθε παιδί, ανάλογα και με την εμπειρία τραύματος που έχει βιώσει, χρειάζεται το χρόνο του προκειμένου να μπορέσει να μιλήσει και να εκφραστεί για το «τι έχει συμβεί». Κάποια παιδιά ίσως και να μην μπορέσουν να το κάνουν αυτό…

-Ο εικαστικός θεραπευτής πρέπει να έχει στον νου του ότι δεν είναι όλα τα παιδιά εξοικειωμένα με την εικαστική διαδικασία και τα υλικά που χρησιμοποιεί. Θα πρέπει, λοιπόν, να πάρει τα πράγματα από την αρχή και να εξηγήσει ποια υλικά υπάρχουν, τι μπορεί να κάνει το καθένα, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητές τους, πώς κρατάμε το πινέλο, πώς αναμειγνύουμε τις μπογιές κοκ.

-Η έμφαση πρέπει να δίνεται στη διαδικασία και στην εμπειρία και όχι στο τελικό «προιόν»: το έργο.

-Ο εικαστικός θεραπευτής θα πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη του τις διαπολιτισμικές διαφορές που μπορεί να υφίστανται και οι οποίες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις τραύματος, μπορεί να καθορίζουν ακόμη και λεπτές έννοιες όπως είναι, για παράδειγμα, ο πόνος, η έννοια της οικογένειας, του αποχωρισμού κλπ. Παράλληλα, παιδιά από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια μπορεί να έχουν και άλλους τρόπους εικαστικής έκφρασης ή και να μην είχαν ποτέ τα μέσα να ασχοληθούν με αυτή.

-Τα παιδιά μπορεί να χρησιμοποιήσουν την εικαστική έκφραση με διάφορους τρόπους για να εκφραστούν μετά από μια εμπειρία τραύματος. Κάποια παιδιά μπορεί να μένουν σιωπηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα και άλλα να επαναλαμβάνουν διαρκώς την εμπειρία τους, ξανά και ξανά, στις ζωγραφιές τους. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, μπορεί να «αμύνονται» και να χρησιμοποιούν τα εικαστικά μέσα περισσότερο για να χαλαρώσουν και να ηρεμήσουν.

-Όταν το παιδί εκφράζει τελικά την τραυματική εμπειρία που έζησε είναι σημαντικό ο θεραπευτής να ακούσει χωρίς κριτική διάθεση, εμπεριέχοντας, κυρίως, τα δύσκολα συναισθήματα που αναδύονται. Είναι δύσκολο πραγματικά, σε αυτές τις περιπτώσεις, να μπορέσει ο θεραπευτής να μεταφέρει μια αίσθηση «κανονικότητας» και φυσιολογικού στα συναισθήματα που εκφράζονται και ότι και άλλα παιδιά, στη θέση αυτή ή και σε παρόμοια, έτσι θα αισθάνονταν.

-Τέλος, όπως τονίζεται, είναι πολύ σημαντικό, μέσα από τη διαδικασία της εικαστικής παρέμβασης, να αρχίσει το παιδί να βλέπει τον εαυτό του πλέον ως ‘επιζώντα’ και όχι πλέον ως ‘θύμα’.

Η εικαστική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ‘δομημένες’ ή μη οδηγίες ανάλογα με την περίπτωση και, κυρίως, με τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Πολλά παιδιά έχουν ανάγκη να μην υπάρχει, αρχικά τουλάχιστον, μια δομή/ ένα θέμα προς εικαστική έκφραση γιατί έτσι νιώθουν πιο ελεύθερα, ενεργοποιούν τη φαντασία τους, χρησιμοποιούν πιο ελεύθερα τα υλικά και φυσικά χαλαρώνουν και ηρεμούν μέσα από αυτή τη διαδικασία.

Σε άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα με παιδιά που είναι πιο ντροπαλά ή εσωστρεφή, βοηθά ιδιαίτερα να τους δοθεί ένα συγκεκριμένο θέμα για να ζωγραφίσουν. Για παράδειγμα, ο θεραπευτής μπορεί να προτείνει στο παιδί να ζωγραφίσει μια εικόνα για ‘κάτι που το ανησυχεί’. Είναι ιδιαίτερα βοηθητικό να μπορέσει το παιδί μέσα από το σχέδιο, τα χρώματα κλπ. να απεικονίσει πόσο μεγάλη ή μικρή είναι η ανησυχία του, τι χρώμα έχει και τι σχήμα, τι γραμμές, τι σχέδια ή φιγούρες την ακολουθούν, πότε μικραίνει και πότε μεγαλώνει κοκ. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο θεραπευτής μπορεί να έχει μια πρώτη ‘χειροπιαστή’ εικόνα της συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού αλλά και του τι δεν μπορεί να μας πει με λόγια (American Art Therapy Association, 2005: 4).

Η ίδια διαδικασία μπορεί να πραγματοποιηθεί και με την έννοια της ‘ασφάλειας’ και το παιδί να ζωγραφίσει ένα, πραγματικό ή φανταστικό, ‘ασφαλές μέρος’ στο οποίο μπορεί να καταφύγει όταν φοβάται ή όταν είναι στενοχωρημένο. Και στην περίπτωση αυτή, ο θεραπευτής μπορεί να αντλήσει σημαντικές πληροφορίες για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που μπορούν να φέρουν ασφάλεια και ηρεμία στη ζωή του παιδιού και στις οποίες μπορεί και το ίδιο να βασιστεί σε ψυχικό επίπεδο (American Art Therapy Association, 2005: σελ. 4).

 

– Το εικαστικό έργο ως αφήγημα της τραυματικής εμπειρίας

Η Puent (2016: 19) τονίζει χαρακτηριστικά ότι: «Το να αφηγείται ή να μοιράζεται κανείς την ιστορία του σχετικά με ένα τραυματικό γεγονός με ζωγραφιές, μπορεί να αποτελεί έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του τραύματος. Έτσι, καθίσταται δυνατόν να επανα-ενώσουμε ή να μοιραστούμε αυτές τις τραυματικές εμπειρίες σε ‘οπτικά κεφάλαια’. Κάθε ιστορία έχει μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Και η αφήγηση αυτή μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να βαδίσουν, μέσα από δύσκολες αναμνήσεις, στην παρούσα κατάστασή τους». Καθώς το παιδί θυμάται την ιστορία, την επεξεργάζεται ξανά και ξανά, την τροποποιεί ή την μεταμορφώνει με διάφορους τρόπους, αποκτά παράλληλα και τα εργαλεία για να προχωρήσει, να νιώσει πιο ασφαλής και να αφήσει πίσω του, όσο είναι δυνατόν, τις κακές αναμνήσεις του παρελθόντος.

Παράλληλα, το εικαστικό έργο αποτελεί αυτό καθαυτό ένα αφήγημα του τραύματος γιατί αποτελεί ένα χειροπιαστό δημιούργημα που αντέχει στο χρόνο. Μπορεί και να είναι εκεί και «να μιλά από μόνο του», ο δημιουργός του μπορεί να το επισκέπτεται ξανά και ξανά εντοπίζοντας κάθε φορά και μια νέα οπτική, όχι μόνο του έργου αλλά και των όσων έχουν συμβεί και το έχουν τραυματίσει. Το έργο και η αφήγησή του αποτελούν ουσιαστικά έναν μάρτυρα των γεγονότων και των αναμνήσεων και κανείς δεν μπορεί να «αλλάξει» την αφήγηση-μαρτυρία τους.

Τέλος, ο θεραπευτής και το παιδί που μεγαλώνει μπορούν να παρακολουθούν την εικαστική δημιουργία του παιδιού με χρονολογική βάση εντοπίζοντας μοντέλα που επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο και ταυτοποιούν ζητήματα ψυχικής υγείας που επαναλαμβάνονται ή εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου.

 

– Εικαστικά υλικά

Ο εικαστικός θεραπευτής διαθέτει στην παλέτα του μια ποικιλία εικαστικών υλικών, που το καθένα μπορεί να είναι χρήσιμο ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν κατά τη θεραπευτική διαδικασία (American Art Therapy Association, 2005: 4):

Εικαστικά υλικά σχεδίου: μολύβια, χρωματιστά μολύβια, μαρκαδόροι, κραγιόνια, λαδοπαστέλ, χαρτί βοηθούν περισσότερο στη σχεδίαση και, επομένως στο μεγαλύτερο έλεγχο και απόδοση ακρίβειας και λεπτομέρειας. Ένα παιδί μπορεί να ‘πει περισσότερα’ ή να αναπαραστήσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την εμπειρία που έχει ζήσει ή την ιστορία του με αυτά τα υλικά.

Εικαστικά υλικά βαφής: τέμπερες, νερομπογιές κ.ά. Τα πινέλα, το πέρασμα της βούρτσας, τα υγρά χρώματα γενικότερα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την έκφραση συναισθημάτων.

Εικαστικά υλικά για κολάζ: φωτογραφίες από περιοδικά, κάρτες, σελίδες από βιβλία, κορδέλες, διάφορα είδη χαρτιών κ.ά., αλλά και κόλλες, σελοτέιπ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα κολλάζ. Το παιδί νιώθει περισσότερο έλεγχο στη διαχείριση των υλικών αυτών και, προσπαθώντας να δομήσει ένα κολάζ, υπάρχει η αίσθηση «δομής»/ ορίων παράλληλα με τη διέγερση της φαντασίας/ δημιουργικότητας.

Εύπλαστα εικαστικά υλικά: πλαστελίνη, πηλός, playdoh, υλικό τύπου slime κ.ά. Η δυνατότητα του παιδιού να παίξει με αυτά τα υλικά και να «πλάσει», του δίνουν την ευκαιρία να δουλέψει σε τρεις διαστάσεις και να έχει την εμπειρία να κάνει κάτι, και μετά να το αλλάξει, να το αποδομήσει, να χτίσει/ να γκρεμίσει κοκ.

 

– Το εικαστικό έργο ως εργαλείο διαγνωστικής εκτίμησης του τραύματος

Η Cathy A. Malchiodi, 1994, σε ένα άρθρο της με τίτλο «H χρήση των ζωγραφιών στη διαγνωστική αξιολόγηση παιδιών από βίαια σπίτια», περιγράφει αναλυτικά τη σημασία του εικαστικού έργου στη διαγνωστική αξιολόγηση της ύπαρξης κακοποίησης και βίας σε μια οικογένεια. Το παιδί αποτυπώνει στη ζωγραφιά του σημάδια από το τραυματικό γεγονός αλλά, πολλές φορές, και οι παραλείψεις ή οι ασάφειες που αφήνει αποτελούν επίσης μια ένδειξη. Τονίζεται ιδιαίτερα ότι η διαγνωστική εκτίμηση απαιτεί πολύ καλή γνώση και εξοικείωση με τα εξελικτικά στάδια ανάπτυξης του παιδιού σε ψυχικό αλλά και σε εικαστικό επίπεδο. Ο θεραπευτής πρέπει να γνωρίζει τα στάδια εικαστικής ανάπτυξης του παιδιού (τη μουτζούρα, το προσχηματικό στάδιο, το σχηματικό στάδιο κοκ.) (Cathy A. Malchiodi, 1994: 3), καθώς καλείται να παρατηρήσει στοιχεία παλινδρόμησης ή ενδείξεις εξελικτικής υστέρησης προκειμένου να αποφανθεί την ύπαρξη κακοποίησης σε μια οικογένεια. Για παράδειγμα, ένα παιδί 6-7 ετών πολλές φορές υπερβάλλει στις ζωγραφιές του μεγαλοποιώντας μια φιγούρα, ένα σπίτι κλπ. και αυτό αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της ηλικίας του. Εάν ένας θεραπευτής δεν το γνωρίζει αυτό, μπορεί εύκολα να παρερμηνεύσει τα έντονα αυτά στοιχεία της ζωγραφιάς και να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Τονίζεται επίσης (Cathy A. Malchiodi, 1994: 4) ότι στη διαγνωστική αξιολόγηση παιδιών που έχουν υποστεί κακοποίηση σημαντικό ρόλο παίζουν και τα εικαστικά υλικά που θα χρησιμοποιηθούν. «Διαφορετικές εικαστικές δράσεις μπορεί να εκμαιεύσουν διαφορετικά είδη αποκρίσεων όσον αφορά το περιεχόμενο, το στυλ και το εξελικτικό επίπεδο». Εάν, για παράδειγμα, ζητηθεί από το παιδί να χρωματίσει με μεγάλες βούρτσες ή πινέλα, θα αποτυπώσει κάτι τελείως διαφορετικό από το να σχεδιάσει με μολύβια Νο 2 σε χαρτί Α4.

 

Αναφέρονται ορισμένα παραδείγματα:

– Η ύπαρξη καπνού στην καμινάδα ενός σπιτιού υποδεικνύει συχνά ότι στα σπίτια αυτά μπορεί να επικρατεί αν όχι βία, σίγουρα μια ένταση «που κινδυνεύει να ανάψει από στιγμή σε στιγμή».

– Η Kelly Puent (2016: 15) περιγράφει ένα ακόμη παράδειγμα άσκησης που μπορεί χρησιμοποιηθεί στη διαγνωστική αξιολόγηση της σχέσης προσκόλλησης/ δεσίματος γονέα-παιδιού: τη ζωγραφιά μιας φωλιάς πουλιών. Περιγράφονται ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: η απουσία του πουλιού-μαμάς από τη ζωγραφιά παραπέμπει ουσιαστικά σε ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης. Η παραμόρφωση της εικόνας του πουλιού-μπαμπά επίσης, καθώς και η αναπαράσταση πολύ λεπτών κλαδιών μέσα στη φωλιά παραπέμπουν επίσης σε ενδείξεις ότι το παιδί δεν νιώθει ασφάλεια μέσα στο σπίτι του.

Η ζωγραφιά της οικογένειας δίνει επίσης πολλά στοιχεία με τα οποία ο θεραπευτής μπορεί να αξιολογήσει έναν ασφαλή ή μη ασφαλή δεσμό προσκόλλησης του παιδιού με τον γονέα: «Μέλη της οικογένειας που αγκαλιάζονται, που έχουν ανοιχτά τα χέρια/αγκαλιά και χαμογελούν υποδεικνύουν ασφαλή προσκόλληση. Μισοτελειωμένα αντικείμενα ή η παράλειψη των γονέων από τη ζωγραφιά υποδεικνύουν μη ασφαλή δεσμό προσκόλλησης» (Kelly Puent, 2016: 15).

 

– Η ψυχαναγκαστική επανάληψη του τραύματος

Η Ksenia Meshcheryakova (2012: 51) περιγράφει αναλυτικά ένα βασικό χαρακτηριστικό των παιδιών που ζουν σε ορφανοτροφεία και εκδηλώνουν αντιδράσεις πρώιμου σχεσιακού τραύματος: την ψυχαναγκαστική επανάληψη του τραύματος. Τονίζεται ιδιαίτερα η σημασία της ψυχαναγκαστικής επανάληψης του τραύματος ως ένα βασικό στοιχείο με το οποίο μπορεί να έρθει αντιμέτωπος και ο εικαστικός θεραπευτής και το οποίο τίθεται ως εμπόδιο στη θεραπευτική διαδικασία: «Τα παιδιά μοιάζει να συμπεριλαμβάνουν όλες τις εμπειρίες τους από το τραύμα σε ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους αλλά και τη δομή της προσωπικότητάς τους, και μπορεί να οργανώνουν τις σχέσεις και τις επιλογές της ζωής τους γύρω από την πιθανότητα της επανάληψης του τραύματος», (Meshcheryakova, 2012, 51).

Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα ορφανοτροφείο αντιμετωπίζουν όχι μόνο το γκρέμισμα και την απώλεια των σημαντικών σχέσεων με τα πρόσωπα της οικογένειά τους αλλά είναι και σαν «καταδικασμένα», υπό μια έννοια, να βιώσουν επιπλέον τη δυσκολία σύναψης σχέσεων με το προσωπικό του ορφανοτροφείου για διάφορους λόγους: λόγω έλλειψης προσωπικού, μη διαθεσιμότητας χρόνου κλπ. Το γεγονός αυτό καθαυτό δεν τα βοηθά να χαλαρώσουν ή να παραιτηθούν, έστω και για λίγο, από τις αυστηρές/ άκαμπτες και δυσλειτουργικές άμυνες που έχουν δημιουργήσει προκειμένου ‘να επιβιώσουν’ σε ψυχικό επίπεδο. Κι αν όμως καταφέρουν να δεθούν με κάποια μέλη του προσωπικού λίγο περισσότερο, συχνά επαναλαμβάνουν την εμπειρία του αρχικού τραύματος με διάφορους τρόπους, βιώνοντάς το ξανά. Η εξέλιξη αυτή είναι αρκετά δυσμενής για το παιδί και δεν το βοηθά στη διαχείριση του τραύματος. Αντιθέτως, εντείνει την αίσθηση ανασφάλειας και το απομακρύνει από την προσπάθεια επαφής με τον εαυτό του και τους άλλους (Ksenia Meshcheryakova, 2012: 58).

Στις εικόνες 4 & 5 μπορούμε να δούμε τις ζωγραφιές δύο αγοριών ηλικίας 8 ετών, σε ένα πρόγραμμα εικαστικής θεραπείας σε Ρωσικό ορφανοτροφείο:

 

 

Εικόνα 4

Στην εικόνα 4 (Ksenia Meshcheryakova, 2012: 53) αναπαρίσταται μια ογκώδης φιγούρα γυναίκας που κρέμεται από σκοινιά, με ανοικτές πληγές στο στήθος και στο κάτω μέρος του σώματος. Μικρές μπάλες βγαίνουν από το στόμα της και κυλούν προς τα κάτω δεξιά. Καθώς κυλούν φαίνεται να μεγαλώνουν και να μεταμορφώνονται σε πλάσματα απροσδιόριστης ταυτότητας. Το αγόρι που έκανε τη ζωγραφιά ανέφερε ότι έχει ζωγραφίσει μια μητέρα που τιμωρείται επειδή δεν ήταν μια καλή μητέρα.

 

 

 

Εικόνα 5

Στην εικόνα 5 (Ksenia Meshcheryakova, 2012: 53) αναπαρίστανται δύο ενήλικοι άντρες (πιθανόν πατρικές φιγούρες) με παραμορφωμένα σώματα. Το αγόρι που έκανε τη ζωγραφιά ανέφερε ότι έχει ζωγραφίσει δύο κακοποιούς οι οποίοι τιμωρούνται για τις κακές τους πράξεις. Επίσης, περιέγραψε με λεπτομέρεια τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο κάθε άντρας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και τα δύο αγόρια είπαν ότι είναι οι ίδιοι σε αυτή τη ζωγραφιά.

Είναι φανερό ότι και οι δύο ζωγραφιές αναπαριστούν μια εξαιρετικά συγκρουσιακή σχέση με τον γονέα και μια αμφιθυμική σχέση προσκόλλησης ως έναν τρόπο διαχείρισης του πρώιμου τραύματος. Σε αυτές τις ζωγραφιές όμως φαίνεται και η λειτουργία της ψυχαναγκαστικής επανάληψης του τραύματος μέσω της ταύτισης με τον βίαιο γονιό.

Ο εικαστικός θεραπευτής αποτελεί και ο ίδιος ένα μέλος του προσωπικού με το οποίο μπορεί να διαδραματιστούν τα προαναφερθέντα. Και, μέσω της μεταβίβασης/ αντιμεταβίβασης, αποτελεί για το παιδί ένα δίπολο εξαιρετικής σημασίας: από τη μια μεριά αποτελεί μεταβιβαστικά το πρόσωπο με το οποίο η αρχική σχέση απέτυχε αλλά, παράλληλα, και ένα πρόσωπο με το οποίο ή σχέση μπορεί τώρα να είναι διαφορετική. Έτσι, η θεραπευτική διαδικασία αποτελεί για το παιδί μια «πρόσκληση» για μια σχέση αλλά και μια «πρόσκληση» για την επανάληψη της διακοπής αυτής της σχέσης!

 

– ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η εικαστική θεραπεία ενδείκνυται σε περιπτώσεις τραύματος παιδιού καθώς παρέχει το πλαίσιο αλλά και τα ‘εργαλεία’ έκφρασης, με έναν ασφαλή και οριοθετημένο τρόπο, της εμπειρίας του τραύματος και των συναισθημάτων που εμπερικλείει. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πρώιμου σχεσιακού τραύματος, η εικαστική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά καθώς αποτελεί ένα εργαλείο που συναντιέται με τις αποθηκευμένες μνήμες του δεξιού ημισφαιρίου, και, όπως και το δεξί ημισφαίριο, ομιλεί όχι με λόγια αλλά μέσω εικόνων!

 

– ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

American Art Therapy Association, 2005. Using art in trauma recovery with children. From the American Art Therapy Association and prepared by Cathy A. Malchiodi.

American Psychiatric Association. (2000). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (4th ed., text rev.). Washington, DC.

*BrightQuest Tratment Centers (n.d.), What is Attachment Trauma?, Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: https://www.brightquest.com/relational-trauma/what-is-attachment-trauma/ (last access 10/10/2019).

Chui Yee Joy Chong, (2015). «Why art psychotherapy? Through the lens of interpersonal neurobiology: The distinctive role of art psychotherapy intervention for clients with early relational trauma». International Journal of Art Therapy, Vol. 20, No. 3, 118-126.

Clayton, G. Max (2012). H θεωρία των ρόλων στο ψυχόδραμα. Αθήνα: Εκδ. Καλλιγράφος.

Elbrecht Cornelia & Antcliff Liz R., (2014). «Being touched through touch. Trauma treatment through haptic perception at the Clay Field: A sensorimotor art therapy». International Journal of Art Therapy, Vol. 19, No. 1, 19-30.

Glaser, Danya (2000). «Child Abuse and Neglect and the Brain – A Review». J. Child Psychol. Psychiat. Vol. 41, No. 1, pp. 97-116.

Gersie Alida &  King Nancy (1990). Storymaking in Education & Therapy. London: Jessica Kingsley Publishers & Stockholm: Stockholm Institute of Education Press.

Jennings Sue, Cattanach Ann, Mitchell Steve, Chesner Anna & Meldrum Brenda (1994), The Handbook of Dramatherapy, London & New York: Routledge.

Lusebrink Vija B. ( 2004). Art Therapy and the Brain: An Attempt to Understand the Underlying Processes of Art Expression in Therapy. Αrt Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 21(3) pp. 125-135.

Malchiodi A. Cathy (1994). «Using drawings in the assessment of children from violent homes». Paper presented in the National Children’s Mental Health Conference.

Κ Malchiodi A. Cathy, (2003). Art Therapy and the Brain, στο Cathy A. Malchiodi (Ed.), Handbook of art therapy, (σσ. 16-25). Νέα Υόρκη: The Guilford Press.

Malchiodi, Α. Cathy (2008). Creative Interventions with Traumatized Children. New York, London: The Guilford Press.

Malchiodi A. Cathy (Ed.), (2014). Creative Arts Therapy approaches to attachment issues στο Cathy A. Malchiodi &  David A. Crenshaw (Eds), Creative Arts and Play Therapy for Attachment Problems, (σσ. 3-18). Νέα Υόρκη: Guilford Publications.

Meshcheryakova Ksenia, (2012). «Art Therapy With Orphaned Children: Dynamics of Early Relational Trauma and Repetition Compulsion». Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 29(2), pp. 50-59.

Naff, Kristina (2014). «A Framework for Treating Cumulative Trauma With Art Therapy». Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 31(2) pp. 79-86.

Nicholson, Chris (2010). « No More Ghosts. The Exorcism of Traumatic Memory in Children and Adolescents », στο Chris Nicholson, Michael Irwin & Kedar Nath Dwivedi (Eds), Children and Adolescents in Trauma. Creative Therapeutic Approaches (σ.σ. 41-62), London & Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.

O’Brien Frances, (2004). «The making of mess in art therapy: Attachment, trauma and the brain». Inscape, Volume 9, No. I.

Puent, Kelly (2016). «Use of art in treating children with PTSD». Submitted in partial fulfillment of the requirements for the Master of Science Degree in Counselor Education at Winona State University, Winona, USA.

Shore, Annette (2014). «Art Therapy, Attachment, and the Divided Brain». Journal of the American Art Therapy Association, 31(2) pp. 91-94