content

Η ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

28.04.2016 |
28.04.2016
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

Ξεκινώντας να μιλήσουμε για το θέμα της αναβλητικότητας ο καθένας από εμάς μπορεί να αναρωτηθεί με ποιους τρόπους έχει έρθει ο ίδιος ή κάποιο προσφιλές του πρόσωπο σε επαφή με την έννοια της αναβλητικότητας. Ίσως κατά τη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων που για κάθε εργασία έπρεπε να χτυπήσει, ελάχιστες μέρες πριν την ημερομηνία παράδοσης, ένας ηχηρός συναγερμός προκειμένου να ετοιμαστεί και να παραδοθεί… Το ίδιο πάντα επεισοδιακό σενάριο -συχνά πολύ ενδιαφέρον και ως ταινία τρόμου για τους άλλους «μη αναβλητικούς» συμφοιτητές που το παρακολουθούσαν σχεδόν έντρομοι- μπορεί να ίσχυε και για τις εξετάσεις για κάθε μάθημα κοκ. Με την αναβλητικότητα μπορεί επίσης να έχουμε συστηθεί και κατά τη διεκπεραίωση διαφόρων υποχρεώσεων, όπως είναι, για παράδειγμα, η πληρωμή λογαριασμών, διάφορες ημερομηνίες λήξης για τυχόν υποχρεώσεις μας, ακόμη και η αναβολή επίσκεψης στο γιατρό για κάποιο θέμα υγείας που μας απασχολεί και αναβάλλουμε διαρκώς την εξέτασή του.

Πολλοί άνθρωποι βέβαια αναβάλλουν σε καθημερινό επίπεδο πολλά «μικρά» πράγματα έχοντας καταλήξει, μην κάνοντας ουσιαστικά πολλά πράγματα, σε μια γενικότερη αίσθηση «βραδύτητας» στη ζωή τους. Σαν να μην είναι σχεδόν ποτέ σίγουροι για τίποτα… Σαν να μην είναι ποτέ έτοιμοι για κάτι… Αν θέλουν να βγουν, τι θα κάνουν το απόγευμα, τι θα φορέσουν κοκ.

Πολλές οι συναντήσεις μας λοιπόν με την αναβλητικότητα, σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να εξετάσουμε και τα πολλά αίτια που την δημιουργούν και την συντηρούν. Γιατί η αναβλητικότητα αποτελεί ουσιαστικά ένα σύμπτωμα πίσω από το οποίο μπορεί να κρύβονται πολλά κίνητρα. Βέβαια, κάθε περίπτωση αναβλητικότητας δεν υποδηλώνει και ένα υπόβαθρο ψυχοπαθολογίας. Σε κάποιους ανθρώπους η εκδήλωση αναβλητικότητας μπορεί να αποτελεί απλά ένα προσωρινό στάδιο εξέλιξης, ιδιαίτερα στους εφήβους που ακόμη διαμορφώνονται και εξελίσσονται. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να υποδηλώνει απλά ότι κάτι δεν μας αρέσει και για το λόγο αυτό αναβάλλουμε διαρκώς την πραγματοποίησή του, ενώ κατά βάση πρέπει να αλλάξουμε άμεσα στόχο και προορισμό!

Σε ένα σημαντικό όμως ποσοστό περιπτώσεων η αναβλητικότητα υποδεικνύει μια σημαντική παράμετρο αποδυνάμωσης και μπλοκαρίσματος του ψυχισμού του ατόμου που το συνοδεύει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως και από την παιδική ηλικία. Στις περιπτώσεις αυτές, η αναβλητικότητα αποτελεί μια αντίδραση/ άμυνα του ατόμου σε στοιχεία του περιβάλλοντος που το επηρεάζουν αρνητικά και το ίδιο «χτίζει» σταδιακά την άμυνα της αναβλητικότητας προκειμένου να τα αντιμετωπίσει. Ο Piers Steel (1), σε μια σχετική ερευνητική εργασία, αναφέρει την αναβλητικότητα ως «αυτό-διαχειριζόμενη αποτυχία», υποδεικνύοντας ότι το άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί την αναβολή πραγματοποίησης διαφόρων υποχρεώσεων προκειμένου να ελέγξει τα πράγματα και, κυρίως, την επιτυχία την οποία φοβάται πάρα πολύ. Πολλές οι εκπλήξεις λοιπόν που επιφυλάσσει η διερεύνηση της αναβλητικότητας! Ας τις εξετάσουμε!

 

Ορισμός

Είναι σημαντικό να ορίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο αναβλητικότητα. Κάποιος είναι αναβλητικός όταν επιλέγει να αναβάλλει να ξεκινήσει ή να ολοκληρώσει μια ηθελημένη και προγραμματισμένη σειρά ενεργειών ((2), (3), (4), (5), (6)). Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά (1), ο προαναφερθείς ορισμός είναι εξαιρετικά χρήσιμος καθώς υπάρχουν δεκάδες πράγματα με τα οποία μπορεί κανείς να ασχολείται κάθε στιγμή και λεπτό και είναι εξαιρετικά πολύπλοκο να θεωρήσουμε ότι τα αναβάλλει όλα αυτά μαζί!

Παράλληλα, η αναβλητικότητα εμπεριέχει την έννοια της παράλογης καθυστέρησης μιας ηθελημένης και προγραμματισμένης σειράς ενεργειών. Με άλλα λόγια, το άτομο επιλέγει να αναβάλλει παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι αυτό είναι «εις βάρος του» και ότι δεν θα τον ωφελήσει, ρεαλιστικά τουλάχιστον, με κάποιον τρόπο.

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι στο παρόν άρθρο εστιάζουμε στην αρνητική/ δυσλειτουργική πλευρά της αναβλητικότητας καθώς βέβαια είναι σαφές ότι μπορεί να υπάρχουν και θετικά στοιχεία από την αναβολή μια σειράς ενεργειών. Για παράδειγμα, μπορεί για ορισμένα πράγματα να είναι χρήσιμο να αντέξουμε την καθυστέρησή τους καθώς, βέβαια, είναι σημαντικό, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να αποφύγουμε τη βιασύνη και τους έντονους ρυθμούς, με άλλα λόγια το στρες.

 

Στατιστικά στοιχεία

Όπως αναφέρεται, η αναβλητικότητα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό που εμφανίζεται αρκετά συχνά στον ευρύτερο πληθυσμό. Έρευνες υποδεικνύουν ότι το 80-95 % των φοιτητών εκδηλώνει αναβλητικότητα στη συμπεριφορά του, το 75% θεωρεί τον εαυτό του αναβλητικό και σχεδόν το 50% αναβάλλει σε σταθερή βάση με αρνητικές επιδράσεις στην καθημερινότητά του. Οι φοιτητές αναφέρουν ότι η αναβλητικότητα επηρεάζει συνήθως το ένα τρίτο των καθημερινών τους δραστηριοτήτων και εκδηλώνεται κυρίως με τον ύπνο, το παιχνίδι ή την παρακολούθηση τηλεόρασης. Τα ποσοστά αυτά φαίνεται να τελούν σε άνοδο αλλά η αναβλητικότητα εκδηλώνεται και στο γενικό πληθυσμό με ποσοστό εκδήλωσης στους ενήλικες το 15-20% (1).

Στατιστικές έρευνες αναφέρουν επίσης την επίδραση που μπορεί να έχει η τάση για αναβλητικότητα σε πολλούς τομείς της ζωής, όπως είναι για παράδειγμα τα οικονομικά ζητήματα. Για παράδειγμα, σχετική ερευνητική εργασία (1) αναφέρει ότι η αναβλητικότητα σχετικά με τα φορολογικά θέματα μπορεί να αποφέρει υψηλό κόστος λόγω της βιασύνης και των επακόλουθων λαθών που γίνονται αλλά και των προστίμων που πρέπει τελικά να πληρωθούν. Ο χώρος της περίθαλψης επίσης επηρεάζεται σημαντικά από την τάση των ανθρώπων να αναβάλλουν την εξέταση ζητημάτων υγείας και αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα σε θέματα έγκαιρων διαγνώσεων, πρόληψης και κόστους αυτών. Σημαντικός αριθμός και άλλων χώρων αναφέρει σχετικές επιδράσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, η καθυστέρηση πολλών ανθρώπων στην προετοιμασία για τα τελευταία χρόνια της ζωής τους κάνοντας οικονομίες κλπ. Αλλά και πολλές πολιτικές ή κοινωνικές αποφάσεις έχουν σημαντικές αρνητικές επιδράσεις όταν αναβάλλεται διαρκώς η οργάνωση και πραγματοποίησή τους.

Όπως αναφέρεται (1), η τάση για αναβλητικότητα συμπίπτει με τα δεδομένα των σύγχρονων τεχνολογικών κοινωνιών που θέτουν διαρκώς πιο έντονους καθημερινούς ρυθμούς, με πολλαπλές δραστηριότητες, υποχρεώσεις και ημερομηνίες παράδοσης που πρέπει να τηρούνται σχεδόν αμείλικτα. Όπως τονίζεται, σε αυτές τις συνθήκες, η αναβλητικότητα ουσιαστικά εγείρεται ως άμυνα και βοηθά το άτομο να μην κατακλυστεί από το άγχος και την καθημερινή εξουθένωση. Οι Bin-Bin Chen & Lei Chang (7) σε σχετική ερευνητική εργασία μελετούν την αναβλητικότητα σχετικά με την παράμετρο «Ιστορία Ζωής»-«Life History» (LH). Υποστηρίζουν ότι η αναβλητικότητα αποτελεί μια δυνατότητα προσαρμογής του ατόμου σε μια Γρήγορη Ιστορία Ζωής (Fast Life History) θέτοντας ως προτεραιότητα το άμεσο όφελος χωρίς να δίνεται έμφαση στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Για ένα τόσο σημαντικό θέμα, λοιπόν, που φαίνεται να επηρεάζει με πολλούς τρόπους σημαντικές πτυχές της ζωής μας, μένουν πολλά ερωτήματα προς απάντηση και πολλά ακόμη να μάθουμε σχετικά με τα αίτιά του. Ας προχωρήσουμε…

 

Πώς νιώθει κάποιος που είναι αναβλητικός;

Είναι γεγονός ότι το να αναβάλλει κανείς διαρκώς μπορεί να είναι αρκετά επώδυνο και να επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας σκέψης και συναισθήματος στην καθημερινότητα του ατόμου. Αρκεί βέβαια να το γνωρίζει και ο ίδιος γιατί πολλοί άνθρωποι, μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με τη δυσαρέσκεια των άλλων ή τις επιπτώσεις από την αναβολή διαφόρων υποχρεώσεων, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη την αναβλητικότητά τους.

Παρόλα αυτά η αναβλητικότητα φαίνεται να είναι λιγότερο επώδυνη από όσα «κρύβονται» πίσω από αυτή. Μπορεί να λειτουργεί ως ένα είδος «ψυχολογικής μάσκας», προστατεύοντας το άτομο από τις συνέπειες τις αρνητικής κριτικής γιατί, με αυτό τον τρόπο, η αποτυχία ορίζεται απλά ως μια κακή στρατηγική και όχι ως μια έλλειψη προσωπικής ικανότητας. Η τακτική της αναβλητικότητας επιτρέπει στο άτομο «να προστατεύσει την εικόνα του» μεταθέτοντας την ευθύνη για το αποτέλεσμα σε παράγοντες έξω από τον ίδιο προσωπικά. Εάν αποτύχει σε κάτι, μπορεί να εκλογικεύσει την απογοήτευσή του ότι οφείλεται στην αναβλητικότητα και να σκεφτεί ότι «αν δεν περίμενα μέχρι το τελευταίο λεπτό θα τα είχα πάει πολύ καλύτερα». Εάν επιτύχει, η αυτοεκτίμηση ανυψώνεται γιατί τα επιθυμητά αποτελέσματα έχουν επιτευχθεί παρά το γεγονός μάλιστα ότι αναβλήθηκε η εργασία που έπρεπε να γίνει. Έτσι, λοιπόν, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, η αυτοεκτίμηση παραμένει σε μεγάλο ποσοστό αλώβητη (8).

  

Πώς διαμορφώνεται η τάση για αναβλητικότητα από την παιδική ηλικία;

Τα άτομα που εμφανίζουν τάση για αναβλητικότητα έχουν μεγαλώσει συχνά σε ένα περιβάλλον όπου υπήρχε ένα είδος αυταρχικότητας ή ελέγχου από το περιβάλλον. Σε αυτό το περιβάλλον, το παιδί μπορεί να αρχίσει να «εναντιώνεται» με ένα είδος παθητικής αντίστασης όπως είναι η αναβλητικότητα. Η αναβλητικότητα, σε αυτή την περίπτωση, βοηθά το άτομο να αντισταθεί στον έλεγχο και την καθυπόταξη της προσωπικότητάς του.

Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να είχαν υψηλές προσδοκίες από το παιδί και εκείνο να ένιωθε ότι δεν μπορεί να τις ικανοποιήσει με αποτέλεσμα να ανέβαλλε διαρκώς διάφορους στόχους για να αποφύγει την απογοήτευση των προσδοκιών τους και, βέβαια, την προσωπική αποτυχία. Η δυναμική αυτή μπορεί να οδηγήσει το παιδί που μεγαλώνει στην τάση επιδίωξης υψηλών στόχων φοβούμενο όμως να ξεκινήσει ή να ολοκληρώσει κάτι μην τυχόν και δεν είναι «τέλειο»!

Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις η αναβλητικότητα μπορεί να αποτελεί και το αποτέλεσμα μια γενικότερης έλλειψης οργάνωσης του οικογενειακού περιβάλλοντος. Το παιδί μπορεί να βιώνει το περιβάλλον ως χαοτικό και έτσι να μην μπορεί και το ίδιο να οργανώσει τη ζωή του. Αναβάλλει διαρκώς γιατί, απλά, δεν γνωρίζει από πού πρέπει να αρχίσει, τι πρέπει να κάνει, τι θέλει, προς ποια κατεύθυνση επιθυμεί να πορευτεί η ζωή του…

Κατά την ψυχοδυναμική προσέγγιση, ένα παιδί μπορεί να μαθαίνει να αναβάλλει κάτι όταν νιώθει άγχος γι’ αυτό. Μια τέτοια δυναμική αντιμετωπίζεται όταν το παιδί ή ο έφηβος έρχονται αντιμέτωποι με ενδοψυχικές συγκρούσεις που γεννούν άγχος, συσσώρευση συναισθήματος και, κυρίως, αμφιθυμία. Έτσι, το παιδί ή ο έφηβος μαθαίνει να καθυστερεί και να αναβάλλει προκειμένου να αποφύγει το άγχος που του προκαλούν οι συγκεκριμένες καταστάσεις. Στην πορεία αυτή, το άγχος μπορεί να αρχίσει να διοχετεύεται και σε διάφορες καθημερινές δραστηριότητες, όπως είναι για παράδειγμα, ο ύπνος, διάφορες κινήσεις, το ντύσιμο κλπ., τα οποία αρχίζουν να παίρνουν και τη μορφή τελετουργικών πράξεων. Ο Φρόιντ (1901) (9) στο έργο του «Η Ψυχοπαθολογία της Καθημερινής Ζωής» αναφέρει ότι η εκκίνηση τελετουργικών πράξεων μπορεί  ασυνείδητα να αποβλέπει στην αναβολή μιας δράσης που προκαλεί άγχος και, επομένως, στην τάση για αποφυγή. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε τα ακόλουθα παραδείγματα προκειμένου να περιγράψει την εκδήλωση αναβλητικότητας στην καθημερινή μας ζωή: το να ξεχνάμε συχνά, να επαναλαμβάνουμε επίμονα κάτι, να παραπετάμε/ παραχώνουμε κάτι, να σπάμε κάτι κατά λάθος κ.ά.

 

Ο φόβος της επιτυχίας

Το παράδοξο είναι ότι κανείς μπορεί να αναβάλλει διαρκώς επειδή φοβάται και την επιτυχία! Είναι γεγονός ότι η επιτυχής έκβαση ενός στόχου αποφέρει «ευθύνες» στο άτομο και αναγνώριση του status και της ανεξαρτησίας/ αυτονομίας του, γεγονός που προκαλεί άγχος και τάση για αποφυγή. Η αναγνώριση και η επιτυχία μπορούν να φέρουν και πάλι στο προσκήνιο τις υψηλές προσδοκίες από τους άλλους εκκινώντας το φαύλο κύκλο του φόβου αποτυχίας και αποφυγής.

Ο L.G. Rorer (12) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο φόβος που βιώνει το άτομο μπορεί να μην είναι ακριβώς για την επιτυχία αλλά για όλα όσα συνεπάγονται της επιτυχίας. Όπως επισημαίνει, η διαπίστωση και ο διαχωρισμός αυτός είναι πολύ σημαντικοί όσον αφορά το σχεδιασμό αποτελεσματικών προγραμμάτων θεραπείας και θεραπευτικών παρεμβάσεων. Πολλά θεραπευτικά προγράμματα είναι καταδικασμένα σε αποτυχία ακριβώς επειδή εστιάζουν απλά στο πρόβλημα και δεν λαμβάνουν υπόψη τις δευτερεύουσες επιδράσεις της επιτυχίας. Ο ίδιος αναφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Ένας άντρας μπορεί να φοβάται να ζητήσει σε μια γυναίκα να βγουν ένα ραντεβού όχι επειδή φοβάται ότι θα τον απορρίψει ή επειδή θα δυσκολευτεί ή επειδή φέρει ένα είδος επιθετικότητας για εκείνη ή για τις γυναίκες γενικότερα αλλά, κυρίως, επειδή φοβάται ότι θα δεχτεί! Οι φόβοι του σχετικά με ό, τι θα επακολουθήσει την αποδοχή φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτεροι. Ο Geis (13) αναφέρεται σε αυτή τη δυναμική σχετικά με την παχυσαρκία και την αποτυχία απώλειας βάρους. Όπως τονίζει,  η υπερφαγία μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αποφεύγει κανείς τη μοναξιά και την ευθύνη. Για παράδειγμα, μια γυναίκα μπορεί να αποφεύγει να χάσει βάρος γιατί φοβάται ότι δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει πιθανά θέματα ή προβλήματα που θα προκύψουν όταν εκείνη χάσει βάρος και γίνει πιο γοητευτική και ελκυστική στους άντρες.

Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις η επιτυχία μπορεί να εμπεριέχει τιμωρία (13). Τα καταστροφικά αποτελέσματα του συνδυασμού επιβράβευσης/ επιτυχίας και τιμωρίας καταγράφηκαν στα πειράματα που πραγματοποίησε ο  Masserman στα οποία κατάφερε να προκαλέσει ένα είδος «εσωτερικής σύγκρουσης» σε γάτες ξεφυσώντας απότομα αέρα πάνω τους κάθε φορά που έτρωγαν. Όταν οι γάτες τελικά έμαθαν να σταματούν να τρώνε με αυτή τη διαδικασία, ο Masserman δεν κατάφερε να τις κάνει να φάνε ξανά και πέθαναν από ασιτία ακόμη και σε περιστάσεις που η τροφή ήταν πλούσια διαθέσιμη. Τέτοιες ενδοσυγκρουσιακές καταστάσεις συναντούμε συχνά στη θεραπευτική πρακτική με τις πιο συχνές περιπτώσεις να είναι εκείνες  στις οποίες κάποιος έχει πολλές εμπειρίες από σχέσεις που εμπεριείχαν υψηλές δόσεις επιβράβευσης αλλά και τιμωρίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να αναβάλλει διαρκώς να εμπλακεί σε νέες σχέσεις επειδή φοβάται ότι θα βρεθεί ξανά σε μια κατάσταση μεγάλης ευχαρίστησης/ αγάπης αλλά και τιμωρίας/ πόνου. Η βασική πεποίθηση που καλλιεργείται εδώ είναι ότι οι σχέσεις εμπεριέχουν περισσότερο πόνο παρά χαρά και ευχαρίστηση και έτσι πρέπει να αποφεύγονται συστηματικά.

  

Άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν την τάση για αναβλητικότητα

– Δυσκολίες στη γνωστική επεξεργασία πληροφοριών

Τα άτομα που αναβάλλουν μπορεί να εκδηλώνουν γενικότερα διάφορα λάθη στη γνωστική επεξεργασία πληροφοριών. Μια από αυτές μπορεί να είναι και η δυσκολία αντίληψης και αξιολόγησης του χρόνου (10). Όπως τονίζεται, εάν κάποιος αναβάλλει διαρκώς μπορεί να μην είναι σε θέση να διαχειριστεί το χρόνο με κατάλληλους τρόπους. Παράλληλα, μπορεί να νιώθει και μια αβεβαιότητα σχετικά με τις προτεραιότητες και τους στόχους του. Παρατηρείται δυσκολία συγκέντρωσης και το παραμικρό ερέθισμα μπορεί να αποσπάσει την προσοχή. Παρατηρείται έντονη σκέψη, τάση για εκλογίκευση και το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να επικεντρώσει σε ένα ερέθισμα λαμβάνοντας το κατάλληλο σήμα από το περιβάλλον για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα και να προχωρήσει σε δράση.

Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναβλητικότητα μπορεί να οφείλεται και στην αδυναμία του ατόμου να καθυστερήσει την ανάγκη του να νιώσει άμεσα ευχαρίστηση και την αποζητά ακριβώς εκείνη τη στιγμή! Παρατηρούνται εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αισθησιακής αναζήτησης και έλλειψης αυτοελέγχου (17).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστούν και οι περιπτώσεις εκείνων που αναβάλλουν διαρκώς μέχρι να νιώσουν τον πανικό της τελευταίας στιγμής καθώς μόνον αυτός -και η έκρηξη αδρεναλίνης που τον συνοδεύει- αποτελούν το κίνητρο ή την ευχαρίστηση για την επιτέλεση και ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Ουσιαστικά, στις περιπτώσεις αυτές η έκρηξη αδρεναλίνης ολοκληρώνει αποτελεσματικά τη δραστηριότητα και η αναβλητικότητα επιβραβεύεται με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο (11).

 

– Οι μελλοντικές προθεσμίες

Βιβλιογραφικές πηγές αναφέρουν και την επίδραση του φαινομένου που αποκαλείται εκπτωτική επίδραση της καθυστέρησης (delay discounting, της τάσης δηλαδή των ανθρώπων να υποτιμούν τα χρήματα ή άλλα αγαθά βάσει της παραμέτρου του χρόνου) στην τάση για αναβλητικότητα. Όπως τονίζεται, το delay discounting αποτελεί έναν παράγοντα που επηρεάζει την τάση για αναβλητικότητα καθώς η ολοκλήρωση του στόχου/ σκοπού κλπ. επιτελείται στο μέλλον: Το να ολοκληρώσει κανείς μια εργασία αποτελεί μια μελλοντική/ καθυστερημένη επιβράβευση, κι έτσι η αξία της στο παρόν μειώνεται σημαντικά. Όσο πιο μακριά, στο μέλλον, μετατίθεται η προθεσμία, τόσο λιγότερο ελκυστική φαίνεται να γίνεται όσον αφορά αυτό που συμβαίνει τώρα. Όπως αναφέρεται, ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να μειωθεί αυτή η επίδραση είναι να κάνει κανείς το τέλος να φαίνεται πιο κοντινό (για παράδειγμα, να φανταστεί πώς θα είναι η μελλοντική επιβράβευση, πώς θα μας κάνει να νιώσουμε κλπ.) (16).

 

 Αναζήτηση φροντίδας και προσοχής

Όσοι αναβάλλουν μπορεί να περιμένουν από τους άλλους να κάνουν πράγματα γι’ αυτούς ή απλά αναζητούν την προσοχή ή την φροντίδα τους. Βέβαιο είναι πάντως ότι με την αναβλητικότητά τους καταφέρνουν να τους ανησυχούν και να δημιουργούν μια αίσθηση αγωνίας για το αν θα τα καταφέρουν, αν θα προλάβουν, τι θα γίνει, κι έτσι οι άλλοι ασχολούνται μαζί τους…

 

– Κούραση και εξουθένωση

Τα πράγματα βέβαια μπορεί να είναι και λιγότερο περίπλοκα και η αναβλητικότητα μπορεί να υποδηλώνει απλά ότι η υπερβολική δουλειά και οι υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν στο άτομο να χαλαρώσει και αναβάλλει προκειμένου να «επιβιώσει» των περιστάσεων. Σε αυτή την περίπτωση η αναβολή και η τεμπελιά είναι ενδεχομένως οι μόνοι τρόποι με τους οποίους το σώμα ζητά να ηρεμήσει.

 

Συσχετισμός με ψυχικές διαταραχές

Η τάση για αναβλητικότητα παρουσιάζει μια περίπλοκη αλληλεπίδραση και σχέση με τις ψυχικές διαταραχές που καταγράφονται στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (3, 14, 15). Συγκεκριμένα, περιγράφονται συσχετισμοί με διάφορες διαγνωστικές κατηγορίες στις οποίες η αναβλητικότητα φαίνεται να παίζει έναν ρόλο, διαφορετικό σε κάθε είδος διαταραχής. Τονίζεται ότι πρόκειται πάντα για έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αναβλητικότητα.

Ψυχικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από έντονο άγχος και φόβο σχετίζονται άμεσα με την αναβλητικότητα. Οι φοβίες είναι η κατηγορία που εμφανίζει τη μεγαλύτερη συσχέτιση καθώς η φύση των συμπτωμάτων των φοβιών οδηγεί άμεσα σε τάση για αναβολή και αποφυγή. Στην περίπτωση των φοβιών, βέβαια, δεν γνωρίζει κανείς τι ακριβώς αναβάλλει και τι αποφεύγει (3, 15).

Η τάση ελέγχου και τελειομανίας υποδεικνύει επίσης διάφορες ψυχικές διαταραχές. Στη διαταραχή προσωπικότητας της παθητικής επιθετικότητας συναντάμε συχνά την αναβλητικότητα μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών ως έναν συγκαλυμμένο τρόπο έκφρασης επιθετικότητας. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι το άτομο αναβάλλει διαρκώς, εργάζεται επιτηδευμένα αργά ή δεν κάνει καλή δουλειά σε χώρους εργασίας που τον δυσαρεστούν, αποφεύγει υποχρεώσεις ισχυριζόμενος ότι τις ξέχασε κ.ά. Επικρατεί η πεποίθηση ότι ο κόσμος θα έπρεπε να είναι πιο δίκαιος και ότι θα έπρεπε να του συμπεριφέρεται καλύτερα και όταν δεν συμβαίνει αυτό η αναβλητικότητα βγαίνει στο προσκήνιο για να πάρει την εκδίκησή της (12)!

Στα συμπτώματα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής περιλαμβάνονται η αναποφασιστικότητα, η αμφιβολία, η τελειομανία και ένα είδος ψυχικής ακαμψίας, χαρακτηριστικά τα οποία σχετίζονται άμεσα με την αναβλητικότητα σε αποφάσεις και δράσεις (14).

Η τάση για αναβλητικότητα μπορεί επίσης να αποτελεί ενδεικτικό παράγοντα για τη διαταραχή της κατάθλιψης ή έναν σημαντικό παράγοντα επικινδυνότητας για την εκδήλωσή της. Το ίδιο βέβαια μπορεί να ισχύει και για άλλες ψυχικές διαταραχές και το ενδεικτικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι το άτομο μπορεί να αναβάλλει και την αντιμετώπιση και θεραπεία χειροτερεύοντας την πρόγνωση και εξέλιξη της νόσου.  

 

Βιβλιογραφία

(1).  Piers Steel (2007): The Nature of Procrastination: A Meta-Analytic and Theoretical Review of Quintessential Self-Regulatory Psychological Bulletin, Vol. 133, No. 1, 65-94.

(2). Beswick, G., & Mann, L. (1994). State orientation and procrastination. In J. Kuhl & J. Beckmann (Eds.), Volition and personality: Action versus state orientation (pp. 391–396). Gottingen, Germany: Hogrefe & Huber.

(3). Ferrari, J.R., Johnson, J.L., & McCown, W.G. (1995). Procrastination and task avoidance. New York, N.Y.: Plenum Press.

(4). Lay, C. H., & Silverman, S. (1996). Trait procrastination, anxiety, and dilatory behavior. Personality and Individual Differences, 21, 61–67.

(5). Milgram, N. A. (1991). Procrastination. In R. Dulbecco (Ed.), Encyclopedia of human biology (Vol. 6, pp. 149–155), New York: Academic Press.

(6). Silver, M., & Sabini, J. (1981). Procrastinating. Journal for the Theory of Social Behavior, 11, 207–221.

(7). Bin-Bin Chen & Lei Chang (2016), Procrastination as a Fast Life History Strategy, Evolutionary Psychology, January-March: 1-5.

 (8). https://www.psychologytoday.com/blog/motivate/201510/the-scary-truth-about-procrastination

(9). Σ. Φρόιντ (2013). Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής, Αθήνα, εκδ. Νίκας.

(10). Aitken, M. E. (1982). A personality profile of the college student procrastinator (Doctoral dissertation, University of Pittsburgh, 1982). Dissertation Abstracts International, 43, 722.

(11). (https://www.psychologytoday.com/blog/how-do-life/201602/the-procrastinator)

(12). Leonard G. Rorer (1983). “Deep” RET: A Reformulation of Some Psychodynamic Explanations of Procrastination. Cognitive Therapy and Research, Vol. 7, No. 1, 1-10.

(13). Geis, H. J. (1970). The psychology of dieting. Rational Living, 5, 24-33.

(14). DSM-5 (2013), Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. The American Psychiatric Association, Washington, DC.

(15). Ferrari, J. R. (1995). Perfectionism cognitions with nonclinical and clinical samples. Journal of Social Behavior & Personality, 10, 143-156.

(16). The psychological origins of procrastination – and how we can stop putting things off. http://theconversation.com/the-psychological-origins-of-procrastination-and-how-we-can-stop-putting-things-off-47905

(17). Ferrari, J. R., & Emmons, R. A. (1995). Methods of procrastination & their relation to self-control and self-reinforcement: An exploratory study. Journal of Social Behavior and Personality, 10, 135-142.

(18). Ellis, A., & Knaus, W. (1977). Overcoming procrastination. New York: Institute for Rational Living.

(19). Milgram, N. (1991). Procrastination. In R. Dulbecco (Ed.), Encyclopedia of human biology (Vol. 6, pp. 149-155). New York: Academic Press.

(20). Louis Birner (1993). Procrastination: Its Role in Transference and Countertransference, Psychoanalytic Review, 80:541-558.

 (21). Ferrari, J. R., Parker, J. T., & Ware, C. B. (1992). Academic procrastination: Personality correlates with Myers-Briggs types, self-efficacy and academic locus of control. Journal of Social Behavior and Personality, 7, 495-502.

(22). Ferrari, J. R., Wolfe, R. N., Wesley, J. C., Schoff, L. A., & Beck, B., L. (1995). Ego-identity and academic procrastination among university students. Journal of College Student Development, 36, 361-367.

(23). Ferrari, J. R., & Scher, S. J. (2000). Toward an understanding of academic and nonacademic tasks procrastinated by students: The use of daily logs. Psychology in the Schools, 37, 359-366.

(24). Ferrari, J. R., & Tice, D. M. (2000). Procrastination as a self-handicap for men and women: A task-avoidance strategy in a laboratory setting. Journal of Research in Personality, 34, 73-83.

(25). Ferrari, J. R., & Patel, T. (2004). Social comparisons by procrastinators: Rating peers with similar or dissimilar delay tendencies. Personality and Individual Differences, 37, 1493-1501.