content

Η KΛΕΠΤΟΜΑΝΙΑ

21.10.2008 |
21.10.2008
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

Κλεπτομανής! Ο άνθρωπος που κλέβει κάτι το οποίο δεν χρειάζεται και μπορεί να πληρώσει για να το αποκτήσει. Που διαπράττει κλοπές κατ’ επανάληψη έχοντας επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του… Πρόκειται για ψυχική διαταραχή, για «κακή» συνήθεια ή για μια κοινή παραβατική πράξη; Πώς ερμηνεύεται η συμπεριφορά του ατόμου που κλέβει καθημερινά κονσέρβες ψάρι, ενώ ο ίδιος ή η οικογένειά του δεν καταναλώνουν ποτέ αυτό το είδος τροφής, της κυρίας που κλέβει κουδουνάκια κρύβοντάς τα στο πανωφόρι της, αγνοώντας τον χαρακτηριστικό ήχο που τη συνοδεύει βγαίνοντας από το κατάστημα;

Η συνήθεια πολλών ανθρώπων, ιδιαίτερα γυναικών, να πραγματοποιούν έναν υπέρμετρο αριθμό αγορών και εξόδων προκειμένου να νιώσουν ευχάριστα σε μια άκεφη στιγμή της ημέρας τους είναι ιδιαίτερα γνωστή. Κανείς δεν θα περίμενε όμως μια παρόμοια ευχαρίστηση και εκτόνωση να βιώνεται και από μια πολύ διαφορετική πράξη, την κλοπή αντικειμένων, ενδυμάτων, τιμαλφί κλπ. από διάφορα καταστήματα. Πρόκειται για την κλεπτομανία, μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ψυχική διαταραχή που είναι γνωστή βιβλιογραφικά εδώ και 200 περίπου χρόνια. Συχνά αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η «γένεση» της διαταραχής της κλεπτομανίας αντικατοπτρίζει την αφθονία των αγαθών που διατίθενται στο σύγχρονο εμπόριο. Μάλιστα, η συχνότητα εκδήλωσης των περιστατικών κλεπτομανίας σημείωσε άνοδο με την εμφάνιση των πρώτων πολυκαταστημάτων στο Παρίσι στις αρχές του αιώνα.

Η διαταραχή της κλεπτομανίας χρήζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος καθώς οι επιπτώσεις της είναι πολλές και σε πολλά επίπεδα. Για τον ίδιο τον πάσχοντα η πιο άμεση επίπτωση, βέβαια, είναι ο εντοπισμός και η σύλληψη που δημιουργούν ιδιαίτερη αγωνία στην καθημερινότητά του αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνήθειά του αυτή αποτελεί ένα «μυστικό» που ουδείς γνωρίζει, και ο κίνδυνος κοινωνικού διασυρμού είναι άμεσος. Πολλές είναι οι επιπτώσεις της κλεπτομανίας και στην αύξηση του φόρτου εργασίας των αστυνομικών αρχών που καλούνται καθημερινά να παρακολουθούν και να συλλαμβάνουν τους εν λόγω υπόπτους και, βέβαια, των δικαστικών αρχών που χειρίζονται τις υποθέσεις που παραπέμπονται σε αυτές. Παράλληλα, αναφέρονται, σε συνδυασμό με άλλου τύπου κλοπές και απώλειες, υψηλά ποσοστά ζημίας από τα καταστήματα, που οδηγούν σε αύξηση της τιμής των προϊόντων με επακόλουθο την επιπλέον χρέωση των καταναλωτών.

Διαταραχές ελέγχου της παρόρμησης
Η κλεπτομανία κατατάσσεται στην ευρύτερη διαγνωστική ομάδα των Διαταραχών Ελέγχου της Παρόρμησης (Impulse Control Disorders). Σύμφωνα με το Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχιατρικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται κλινικές διαταραχές που το κύριο σύμπτωμά τους είναι η απώλεια ελέγχου μιας συγκεκριμένης παρόρμησης. Συμπεριλαμβάνονται η Κλεπτομανία, η Πυρομανία, ο Παθολογικός Τζόγος, η Τριχοτιλλομανία (ξερίζωμα μαλλιών) και τα Επεισόδια ανεξέλεγκτης επιθετικότητας (Ιntermittent explosive disorder). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και σε άλλες κατηγορίες ψυχικών διαταραχών, όπως στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, στον αλκοολισμό, στην παιδοφιλία, στην επιδειξιομανία κλπ., παρατηρείται το συγκεκριμένο σύμπτωμα μη ελέγχου μιας παρόρμησης, δεν αποτελεί όμως τον κύριο νοσολογικό πυρήνα των εν λόγω διαταραχών.

Οι Διαταραχές Ελέγχου της Παρόρμησης διακρίνονται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

-Αδυναμία ελέγχου της παρόρμησης για επιτέλεση μιας πράξης που βλάπτει το ίδιο το άτομο ή τους άλλους. Ο πάσχων καταβάλλει ή όχι συνειδητή προσπάθεια αντίστασης στην παρόρμηση αυτή. Επιπροσθέτως, η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πράξης μπορεί να μην είναι προμελετημένη ή προσχεδιασμένη.
-Αυξανόμενη αίσθηση έντασης και διέγερσης ακριβώς πριν την επιτέλεση της πράξης.
-Εντονη ευχαρίστηση, ικανοποίηση και εκτόνωση κατά την επιτέλεσή της.

Kύρια χαρακτηριστικά της κλεπτομανίας
Το κύριο χαρακτηριστικό της κλεπτομανίας αφορά την επαναλαμβανόμενη αδυναμία αντίστασης του ατόμου στην παρόρμηση που το καταβάλει να κλέψει αντικείμενα, ενδύματα κλπ. τα οποία δεν χρειάζεται για προσωπική χρήση ή άλλη οικονομική απολαβή. Οπως τονίζεται χαρακτηριστικά, τα είδη που κλέβει δεν έχουν καμία χρησιμότητα για τον ίδιον, πετάγονται, πολλές φορές επιστρέφονται άμεσα, ή, ακόμη, ξεχνιούνται κρυμμένα σε κάποια ντουλάπα του σπιτιού του. Εξάλλου, στην περίπτωση της κλεπτομανίας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση προέρχονται από τη συγκεκριμένη πράξη που διαπράττεται και όχι από το αντικείμενο που αποκομίζει ο δράστης. Παράλληλα, ο κλεπτομανής στις περισσότερες περιπτώσεις διαθέτει χρήματα για να αγοράσει αυτό που επιθυμεί. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο πάσχων εντοπίζεται και προθυμοποιείται να πληρώσει άμεσα τα αντικείμενα που πήρε προκειμένου να αποφύγει την περαιτέρω νομική δίωξη.

Ο πάσχων βιώνει μια αυξανόμενη αίσθηση έντασης και διέγερσης πριν την επιτέλεση της κλοπής και νιώθει ότι δεν μπορεί να αντισταθεί στην επιτέλεση της πράξης αυτής. Η παρόρμηση που τον καταβάλλει βιώνεται σαν μια ανεπιθύμητη σκέψη που δεν ελέγχει, σαν μια «ξένη» εισβολή στην ψυχική και διανοητική του κατάσταση. Παρόλα αυτά δεν μπορεί να αντισταθεί και διαπράττει την κλοπή νιώθοντας άμεσα μια έντονη ευχαρίστηση και ανακούφιση.

Οι κλοπές δεν επιτελούνται ποτέ όταν ο άμεσος εντοπισμός και η σύλληψη είναι εξαιρετικά πιθανά (στην άμεση θέα ενός αστυνομικού). Παρ’ όλα αυτά ο κλεπτομανής δεν φαίνεται να έχει μια πλήρη επίγνωση των πιθανοτήτων να εντοπισθεί, οι κλοπές που διαπράττει δεν είναι ποτέ προσχεδιασμένες, δεν αποσκοπούν σε ένα συγκεκριμένο μακροπρόθεσμο στόχο και δεν επιτελούνται σε συνεργασία με άλλους. Οι κλεπτομανείς γνωρίζουν ότι αυτό που διαπράττουν δεν είναι ηθικά ή νομικά επιτρεπτό. Η παρόρμηση που τους καταβάλλει, όμως, τη στιγμή εκείνη, είναι έντονη και συνειδητή. Δεν θέλουν να κλέψουν αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην παρόρμησή τους. Γι’ αυτό και το επόμενο στάδιο συναισθημάτων που βιώνουν είναι οι ενοχές. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρεται βιβλιογραφικά, μιας 50άχρονης γυναίκας που έκλεβε συστηματικά σε διάφορα καταστήματα και στη συνέχεια έκανε δωρεές των συγκεκριμένων αντικειμένων, ενδυμάτων κλπ. σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, στο στρατό κα.

Η κλεπτομανία μπορεί να καταγράφεται ως σύμπτωμα και κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία. Με την πάροδο του χρόνου η εκδήλωση των συμπτωμάτων μπορεί να ποικίλλει, δηλαδή μπορεί να σημειώνεται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και στη συνέχεια να διακόπτεται για ένα χρονικό διάστημα, να εμφανίζει μια σταθερή συχνότητα περιστατικών κλοπών (1-2 φορές την εβδομάδα) ή να περνούν μήνες ή χρόνια χωρίς να διαπράττεται καμία κλοπή. Γενικά η εκδήλωση της διαταραχής τείνει να είναι χρόνια και εμφανίζεται σε υψηλότερο ποσοστό στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες σε αναλογία 2:1. Ειδικό κέντρο συμβουλευτικής στις ΗΠΑ αναφέρει ότι η διάρκεια δράσης ενός κλεπτομανή φτάνει κατά μέσο όρο τα 16 έτη. Επίσης, ο μέσος όρος ηλικίας των δραστών είναι τα 35 έτη.

Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση της κλεπτομανίας καθώς τα συμπτώματα αυτής συνοδεύουν συχνά την εκδήλωση και άλλων ψυχικών διαταραχών χωρίς όμως να αποτελούν την κύρια ψυχική νόσο. Πράγματι, περιστατικά κλοπών σημειώνονται συχνά σε περιστατικά Κατάθλιψης. Στις περιπτώσεις αυτές ο πάσχων βιώνει μια γενικότερη αίσθηση απώλειας και «κενού» στη ζωή του και «αποσπά» αντικείμενα από τρίτους προκειμένου να νιώσει ευχαρίστηση και ψυχική πληρότητα, «αυτοτιμωρώντας», όμως, στη συνέχεια τον εαυτό του με ενοχές για την ανάρμοστη συμπεριφορά του. Παρόμοια ψυχική διαδικασία παρατηρείται και σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από Διατροφικές Διαταραχές (βουλημία, παχυσαρκία κλπ.) στις οποίες η τροφή -ή, αντίστοιχα, τα αντικείμενα που κλέβονται- αποτελεί τη μοναδική διέξοδο κορεσμού της «συναισθηματικής πείνας» που καταβάλλει τον πάσχοντα.

Κλοπές διαπράττονται συχνά και σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από τις ακόλουθες ψυχικές διαταραχές:

Στη Διαταραχή Αντικοινωνικής Προσωπικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από απουσία διαμορφωμένης «συνείδησης» του ατόμου σχετικά με τις επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους ανθρώπους, τους νόμους, τους κανόνες της κοινωνίας ή άλλες μορφές εξουσίας. Παρόμοια, περιστατικά κλοπών εκδηλώνονται και από παιδιά ή εφήβους που εκδηλώνουν συμπτώματα της Διαταραχής Προσαρμογής και Επαφής. Και σε αυτές τις περιπτώσεις το παιδί ή ο έφηβος παρουσιάζει μια γενικότερη δυσκολία προσαρμογής στους κανόνες της οικογένειας, της σχολικής ομάδας κλπ.

Κλοπές διαπράττονται και κατά την εκδήλωση Μανιακού επεισοδίου κατά το οποίο το άτομο βρίσκεται σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης και αίσθησης μεγαλείου και αποσπά αντικείμενα από τρίτους χωρίς να ελέγχει τον εαυτό του. Στην περίπτωση της Σχιζοφρένειας οι κλοπές διαπράττονται συνήθως ως αποτέλεσμα παραισθησιών ή ψευδαισθήσεων. Οι χρήστες ουσιών αποτελούν μια ειδική κατηγορία καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιούν κλοπές προκειμένου να πωλήσουν τα συγκεκριμένα αντικείμενα και να εξασφαλίσουν την επόμενη δόση που χρειάζονται. Σημαντική διαφοροποίηση απαιτείται και στις περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές οργανικής αιτίας στις οποίες οι κλοπές προκύπτουν επειδή ο πάσχων ξεχνά να πληρώσει, δεν έχει πλήρη επίγνωση του χώρου που βρίσκεται κλπ.

Τέλος, μια ιδιαίτερη κατηγορία δραστών αποτελούν τα άτομα που «προσποιούνται» ότι πάσχουν από τα συμπτώματα κλεπτομανίαςπροκειμένου να αποφύγουν τη νομική δίωξη. Πρόκειται για άτομα που «εξαπατούν» κατά σύστημα το οικογενειακό και οικείο περιβάλλον τους και χαρακτηρίζονται από μια γενικότερη τάση χειριστικότητας των άλλων ανθρώπων προκειμένου για την πραγματοποίηση των δικών τους επιδιώξεων.

Κλοπή και κλεπτομανία
Η διάκριση μεταξύ κλεπτομανίας και άλλων κλοπών ή αμιγώς εγκληματικών πράξεων είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στοιχεία ειδικών ερευνών αναφέρουν ότι οι κλοπές αποτελούν συνολικά το 80% των ποινικών αδικημάτων που καταγράφονται από τις Αρχές. Ενα ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό αυτών (5%) διαπράττεται από άτομα που πάσχουν από κλεπτομανία. Ποιες είναι οι άλλες κατηγορίες αδικημάτων που καταγράφονται και πώς διακρίνονται από τα περιστατικά της κλεπτομανίας;

Μια ιδιαίτερη κατηγορία αδικημάτων αφορά τους κοινούς εγκληματίες ποινικού δικαίου οι οποίοι διαπράττουν προμελετημένες και προσχεδιασμένες κλοπές προκειμένου να εμπορευθούν τα συγκεκριμένα προϊόντα. Σε αυτή την περίπτωση οι κλοπές αποτελούν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής (life style) του ατόμου, ή της ομάδας, και ένα είδος «επιχείρησης» που οργανώνουν και διακινούν με μοναδικό στόχο το κέρδος. Οι κλοπές που διαπράττουν προσχεδιάζονται, χρησιμοποιείται ειδικός εξοπλισμός, εργαλεία ή άλλα εξαρτήματα, καθώς επίσης και όπλα ή άλλα φονικά μέσα. Σε περίπτωση σύλληψης οι εν λόγω δράστες παραμένουν ήρεμοι και ατάραχοι, αρνούνται οποιαδήποτε κατηγορία και δεν μετανιώνουν ποτέ για την πράξη τους.

Κλοπές διαπράττονται συστηματικά ή τυχαία και από άλλες κατηγορίες ατόμων, όπως οι χρήστες ουσιών ή παραβατικά άτομα που δρουν σε ομάδες (π.χ. χούλιγκανς) και επιτελούν καταστροφές ή κλοπές χωρίς κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, προς εκτόνωση, προς άμεση έκφραση της επιθετικότητάς τους κλπ.

Η σημαντικότερη όμως διάκριση αφορά τις περιπτώσεις των κλεπτομανών και των ατόμων που διαπράττουν μικροκλοπές λόγω διαφόρων ψυχολογικών ή κοινωνικών αιτιών, όπως η οικονομική ανέχεια, ο θυμός, η αντεκδίκηση. Η πιο σημαντική διαφοροποίηση εδώ αφορά το γεγονός ότι στην περίπτωση της κλεπτομανίας η κλοπή δεν προσχεδιάζεται. Ο κλεπτομανής νιώθει την παρόρμηση να κλέψει και το κάνει, γι’ αυτό και η πράξη του στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται υπό συνθήκες πλήρους ασφαλείας. Παράλληλα, τα αντικείμενα που κλέβει δεν τα χρειάζεται και δεν τα χρησιμοποιεί για κάποιον άλλο σκοπό. Αντιθέτως, κύριο στόχο του ατόμου που διαπράττει μικροκλοπές αποτελούν τα αντικείμενα κλοπής: τα χρειάζεται ή αποσκοπεί σε συγκεκριμένα οικονομικά οφέλη από αυτά. Επίσης, ο κλεπτομανής βιώνει μια κατάσταση έντασης και διέγερσης ακριβώς πριν τη στιγμή της κλοπής. Αντιθέτως, ο δράστης μικροκλοπών βιώνει αντίστοιχα συναισθήματα κατά τον προσχεδιασμό της κλοπής, ώρες ή μέρες πριν. Τέλος, το αίσθημα ανακούφισης για τον δράστη μικροκλοπών επέρχεται τη στιγμή που νιώθει ότι έχει διαφύγει πλήρως τον κίνδυνο εντοπισμού και σύλληψης, όταν δηλαδή έχει βγει από το κατάστημα και έχει διαφύγει.

Aίτια
Η έρευνα σχετικά με τα αίτια της κλεπτομανίας εστιάζει στο κύριο στοιχείο που τη χαρακτηρίζει: την παρόρμηση. Πώς δημιουργείται, πού οφείλεται αλλά και πώς διαιωνίζεται η παρόρμηση για επιτέλεση κλοπών;

Ενδοψυχική σύγκρουση
Η ψυχαναλυτική/ ψυχοδυναμική θεωρία επισημαίνει ότι το σύμπτωμα της κλοπής είναι αποτέλεσμα μιας βαθύτερης ενδοψυχικής (ψυχοσεξουαλικής) σύγκρουσης που βιώνει το άτομο. Ο ίδιος ο πάσχων δεν συνειδητοποιεί την εν λόγω ψυχική διαδικασία, δηλαδή τη βαθύτερη αιτία του προβλήματός του, βιώνει μόνο την αιφνίδια και «ανεξήγητη» παρόρμηση που τον καταβάλλει να κλέψει χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τους λόγους που το κάνει αυτό.

Επισημαίνεται ο συμβολικός παραλληλισμός που υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων: της ψυχοσεξουαλικής σύγκρουσης και της πράξης της κλοπής. Οπως τονίζεται, οι ψυχοσεξουαλικές συγκρούσεις που βιώνει ο άνθρωπος κατά την πορεία της ανάπτυξής του αφορούν κυρίως μια «απαγορευμένη» ερωτική επιθυμία που δεν βρίσκει διέξοδο για την πραγματοποίησή της. Η πράξη της κλοπής αποτελεί αντίστοιχα, σε ένα πραγματικό επίπεδο, μια παρόμοια ψυχική διαδικασία: πρόκειται για μια πράξη «απαγορευμένη», ο πάσχων βιώνει έντονη επιθυμία πραγματοποίησής της, παράλληλα, όμως, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις ψυχοσεξουαλικών συγκρούσεων, έντονα συναισθήματα ενοχής. Το σύμπτωμα της κλεπτομανίας αποτελεί ουσιαστικά μια εκδραμάτιση, μια επακριβή συμβολική αναπαράσταση της πραγματικής και βαθύτερης ψυχοσεξουαλικής σύγκρουσης που απασχολεί το άτομο και δεν βρίσκει τρόπο να εκφραστεί. Πολλοί κλεπτομανείς αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι η αίσθηση έντασης και διέγερσης που βιώνουν πριν την επιτέλεση της κλοπής προσομοιάζει την αίσθηση της σεξουαλικής διέγερσης και, αντίστοιχα, η ικανοποίηση και η ευφορία που επακολουθούν, την ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης. Τέλος, κατ’ αντιστοιχία, το στάδιο που επακολουθεί την πραγματοποίηση της «απαγορευμένης» επιθυμίας είναι η βίωση συναισθημάτων ενοχής, η αυτοτιμωρία που επιβάλλει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του.

Μάθηση και επιβράβευση
Η συμπεριφοριστική θεωρία υποστηρίζει ότι η κλεπτομανία αποτελεί μια συμπεριφορά που μαθαίνεται μέσω της διαδικασίας επιβράβευσης που μεσολαβεί. Αρχικά ο πάσχων βιώνει την επιθυμία να κλέψει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο από ένα κατάστημα. Η επιθυμία αυτή αρχικά έχει συγκεχυμένα αίτια, μπορεί να οφείλεται στην καταθλιπτική διάθεση της ημέρας, στον επηρεασμό τρίτων, στην επιθυμία απόκτησης υλικών αγαθών κλπ. Η κλοπή επιτελείται και ο πάσχων νιώθει έντονη ικανοποίηση και ευχαρίστηση, συναισθήματα τα οποία στη συνέχεια λειτουργούν ως επιβράβευση. Οι ενοχές όμως τον καταβάλλουν στη συνέχεια και τον επαναφέρουν σε μια αρνητική συναισθηματική κατάσταση. Ο ίδιος αναζητά τώρα έναν τρόπο αλλαγής της διάθεσης αυτής. Η επιθυμία να κλέψει επανέρχεται καθώς γνωρίζει ότι έτσι θα νιώσει καλύτερα, παρόμοια θετικά συναισθήματα ικανοποίησης και ευφορίας. Και ο φαύλος κύκλος της συμπεριφοράς της κλεπτομανίας έχει πια τεθεί σε λειτουργία…

Αναφέρεται χαρακτηριστικά, σχετικά με την επιβράβευση που συνοδεύει την πράξη της κλοπής, ότι όλοι οι άνθρωποι αρέσκονται να παίρνουν κάτι χωρίς να πληρώσουν, «τζάμπα» όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Η διεύθυνση των καταστημάτων έχει πλήρη επίγνωση της ψυχολογικής αυτής διάστασης του ανθρώπου και επιδιώκει τις «προσφορές», τις «εκπτώσεις» κλπ. προκειμένου για την αύξηση του πελατολογίου της.

Πράγματι, πολλοί άνθρωποι νιώθουν ότι με αυτόν τον τρόπο καλύπτουν τις βαθύτερες συναισθηματικές τους ανάγκες, τις ψυχικές τους «απώλειες» με υλικά αγαθά. Επιπροσθέτως, πολλοί άνθρωποι νιώθουν αδικημένοι από τη ζωή. Νιώθουν ότι οι άλλοι τούς οφείλουν, ότι η ζωή η ίδια τούς χρωστά, για παράδειγμα καλύτερη επαγγελματική αναγνώριση, υγεία, έναν καλύτερο γάμο, μια καλύτερη δουλειά κλπ. Η αίσθηση ότι παίρνουν κάτι «τζάμπα» από ένα κατάστημα αποτελεί σε αυτές τις περιπτώσεις ένα είδος ανταμοιβής, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια εκτόνωση της επιθετικότητας που τους διακατέχει! Εστω και προσωρινά νιώθουν τον θυμό τους να μειώνεται, το αίσθημα της ματαίωσης που βιώνουν να ανακουφίζεται. Βάσει αυτών, η κλεπτομανία συχνά αναφέρεται βιβλιογραφικά και ως μια συμπεριφορά που το άτομο «μαθαίνει» υπό την επήρεια συμπτωμάτων κατάθλιψης ή έντονου στρες. Μια «κακή» συνήθεια που, έστω και προσωρινά, παρέχει διέξοδο στα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνει στην καθημερινότητά του.

Ψυχομετρικές έρευνες και Προσωπικότητα
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος προσωπικότητας, ή ψυχομετρικών παραμέτρων, που χαρακτηρίζει τα άτομα που πάσχουν από Διαταραχές Ελέγχου της Παρόρμησης, π.χ. τον κλεπτομανή, τον τζογαδόρο κλπ.;
Οι έρευνες σχετικά με την κλεπτομανία εστιάζουν εκτεταμένα στην παράμετρο της «αισθησιακής αναζήτησης» (sensation seeking), μια χαρακτηριστική παράμετρο της προσωπικότητας του ατόμου που αναζητά διαρκώς νέες εμπειρίες, περίπλοκες αναζητήσεις και αισθητηριακές απολαύσεις και είναι πρόθυμο να ρισκάρει οτιδήποτε χάριν τέτοιων εμπειριών. Στην περίπτωση της κλεπτομανίας, όπως προαναφέρθηκε, η μέγιστη αισθητηριακή απόλαυση αφορά τη στιγμή της κλοπής: ένα έντονο συναίσθημα ευφορίας και επιβράβευσης το οποίο ο πάσχων αναζητεί σε όλες τις απόπειρες κλοπής που διαπράττει.

Σχετικές μελέτες διεξάγονται και για άλλες ψυχομετρικές παραμέτρους, όπως η εξωστρέφεια/ εσωστρέφεια, ο εντοπισμός εσωτερικού/ εξωτερικού σημείου ελέγχου (internal/ external locus of control), ή
για ψυχικές διαταραχές, όπως οι (ψυχο)αποσυνδετικές (dissociative disorders), που χαρακτηρίζονται από την αποσύνδεση του ατόμου από τον πυρήνα της προσωπικότητάς του προκειμένου για την καταπολέμηση του άγχους που το καταβάλλει. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δεν συγκλίνουν σε σαφή συμπεράσματα, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, τείνουν να είναι και αντιφατικά.

Κλεπτομανία & εφηβεία
Όπως προαναφέρθηκε, τα συμπτώματα της κλεπτομανίας μπορεί να σημειώνονται από την περίοδο της εφηβείας. Η απάντηση του εφήβου στο ερώτημα: «Γιατί το έκανες αυτό;» είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική: «Δεν ξέρω!», απαντά. Πράγματι, ο έφηβος δεν συνειδητοποιεί τα βαθύτερα αίτια της πράξης του, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αναφέρονται στην έλλειψη αγάπης που βιώνει στο οικογενειακό περιβάλλον. Οπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «ο έφηβος κλέβει όταν θεωρεί ότι οι άλλοι του χρωστούν», αλλά και για δύο υποσυνείδητους λόγους: ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη αγάπης (συμβολική κλοπή) και ως εκδίκηση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εφήβων που κλέβουν αντικείμενα ή χρήματα από το πορτοφόλι του γονέα τους προκειμένου να στρέψουν την προσοχή και την ενασχόλησή τους στους ίδιους.

Παράλληλα, οι έφηβοι εμπλέκονται σε κλοπές και από διάθεση για περιπέτεια η οποία είναι επίσης συνυφασμένη με την ανάγκη για αγάπη και αναγνώριση. Επιδιώκουν, με αυτόν τον τρόπο, να δείξουν τις ικανότητες και το θάρρος τους, την επιδεξιότητά τους, να τους επιβραβεύσει η ομάδα των συνομηλίκων και το άμεσα οικείο περιβάλλον τους. Συχνά, μάλιστα, κλέβουν και χαρίζουν ή μοιράζουν το προϊόν της κλοπής στους φίλους τους για να «εξαγοράσουν» κατά κάποιον τρόπο τη φιλία και την αγάπη τους, αλλά και για να μοιραστούν τις ενοχές τους.

Τέλος, η έλλειψη προτύπου μέσα στην οικογένεια, προκειμένου για τη διαμόρφωση ηθικής συνείδησης, παίζει καθοριστικό ρόλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις οικογενειών δεν υπάρχουν αναστολές ή τύψεις συνειδήσεως για πολλές πράξεις που βλάπτουν τους άλλους ανθρώπους, όλα εγκρίνονται «αρκεί να μη τιμωρείται ο δράστης». Υπό αυτές τις συνθήκες διαπαιδαγώγησης ο έφηβος συχνά μιμείται τη συμπεριφορά των γονέων του και διαπράττει παραβατικές πράξεις χωρίς να συνειδητοποιεί τη σημασία και τις επιπτώσεις τους.

Πρόληψη & θεραπευτική παρέμβαση
Το άτομο που πάσχει από κλεπτομανία βιώνει μια εξαιρετικά «μοναχική» αλλά και ριψοκίνδυνη κατάσταση «εξάρτησης» από την οποία νιώθει ότι δεν μπορεί εύκολα να διαφύγει. Σπάνια αναζητά βοήθεια για το πρόβλημά του, καθώς θεωρεί ότι οι άλλοι δεν θα πιστέψουν ή δεν θα κατανοήσουν το κίνητρο των πράξεών του. Συχνά, μάλιστα, αναφέρεται ότι το χαμηλό ποσοστό καταγραφής περιστατικών κλεπτομανίας οφείλεται και στο ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό πασχόντων που αναζητούν βοήθεια σε αρμόδιες υπηρεσίες ή σε ειδικούς στον χώρο της ψυχικής υγείας. Επίσης, πολλοί κλεπτομανείς αποφεύγουν να αναζητήσουν βοήθεια καθώς θεωρούν ότι απειλούνται και από μια πιθανή καταγγελία. Στο σημείο αυτό τονίζεται ιδιαίτερα η κάλυψη του υπεύθυνου ιατρού, ψυχολόγου, κοινωνικού λειουργού κλπ. από το ιατρικό απόρρητο και η μη υποχρέωσή του να καταγγείλει το περιστατικό.

Τονίζεται η ανάγκη καταγραφής ενός πλήρους ατομικού ιστορικού σε κάθε περιστατικό κλεπτομανίας που παραπέμπεται. Απαιτείται ο εντοπισμός του πραγματικού κινήτρου του πάσχοντα: πρόκειται για μη ελεγχόμενη παρόρμηση, για άλλο κίνητρο ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή που χρήζει ιδιαίτερης αξιολόγησης. Στο σημείο αυτό δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της διαφορικής διάγνωσης καθώς προαπαιτείται για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό είναι επίσης απαραίτητο προκειμένου για τη διαφορική διάγνωση των περιστατικών κλεπτομανίας που συμπίπτουν με την έναρξη μιας συγκεκριμένης ιατρικής νόσου (π.χ. άνοια). Σημειώνεται ότι ο συσχετισμός συγκεκριμένων ασθενειών και κλεπτομανίας δεν είναι σαφής, απαιτείται όμως ο σαφής διαχωρισμός τους προκειμένου για τη διάγνωση της ψυχογενούς διαταραχής της κλεπτομανίας.

Το πρώτο στάδιο θεραπευτικής παρέμβασης αφορά την πλήρη ενημέρωση του πάσχοντα σχετικά με τα ψυχογενή αίτια της κλεπτομανίας, το ποσοστό εκδήλωσης αυτής στον ευρύτερο πληθυσμό καθώς και τις άμεσες δυνατότητες θεραπείας. Πολλοί κλεπτομανείς, λόγω των συναισθημάτων ενοχής που βιώνουν, δεν συνειδητοποιούν τις ψυχολογικές παραμέτρους της διαταραχής αυτής αλλά και τον αριθμό ατόμων που εκδηλώνει παρόμοια συμπτώματα και αναζητά βοήθεια.

Το δεύτερο στάδιο αφορά την πρόταση συγκεκριμένης θεραπείας που θα βοηθήσει τον πάσχοντα να απαλλαγεί από τα συμπτώματά του. Η ψυχαναλυτική/ ψυχοδυναμική θεραπεία εστιάζει στη συνειδητοποίηση της βαθύτερης ενδοψυχικής σύγκρουσης που απασχολεί τον πάσχοντα. Σε ένα οριοθετημένο θεραπευτικό πλαίσιο ο πάσχων συνειδητοποιεί τη σημασία των συμπτωμάτων που εκδηλώνει, τη συναισθηματική διάσταση των συγκρούσεών του καταλήγοντας σε σταδιακή εξάλειψη των περιστατικών κλοπής που διαπράττει. Η γνωστική/ συμπεριφοριστική θεραπεία αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του πάσχοντα και σε λανθασμένες αντιλήψεις (π.χ. η ζωή είναι άδικη», «δεν υπάρχει πουθενά ασφάλεια», «κανείς δεν είναι τίμιος έτσι κι αλλιώς») που διακινούν και συντηρούν τη συμπεριφορά της κλεπτομανίας. Το άτομο επανεκπαιδεύεται, μέσω της διαδικασίας σταδιακής απευαισθητοποίησης, σε νέες, πιο εποικοδομητικές συμπεριφορές. Συχνά προτείνεται και η οικογενειακή θεραπεία (family therapy), ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εφήβων, καθώς παρέχει ένα ασφαλές πλαίσιο όπου το «μυστικό» της κλεπτομανίας αποκαλύπτεται για πρώτη φορά και τα συναισθήματα ενοχής συζητούνται με εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της οικογένειας.

Τέλος, ειδικοί σύλλογοι ή κέντρα υπηρεσιών συμβουλευτικής για άτομα που εκδηλώνουν συμπτώματα κλεπτομανίας ή διαπράττουν μικροκλοπές για διάφορες αιτίες (χρήση ουσιών, κατάθλιψη κλπ.) συναντώνται συχνά σε χώρες του εξωτερικού. Η CASA (Cleptomaniacs and Shoplifters Anonymous) αποτελεί μια ειδική ομάδα αυτοβοήθειας για άτομα που εκδηλώνουν σχετικά προβλήματα. Ιδρύθηκε το 1992 στο Ντιτρόιτ από έναν «πρώην» κλεπτομανή που συνειδητοποίησε, κατά τη διάρκεια της δικής του προσπάθειας ανάρρωσης, το σημαντικό ρόλο της ψυχολογικής υποστήριξης από μια ομάδα. Στο πρόγραμμα της CASA περιλαμβάνονται εβδομαδιαίες συναντήσεις στις οποίες τα μέλη της ομάδας εκμυστηρεύονται και συζητούν το πρόβλημα που τους απασχολεί.

Τέλος, η THEFT TALK, Κέντρο υπηρεσιών συμβουλευτικής στο Πόρτλαντ, ιδρύθηκε το 1970 από τους Steven Houseworth και Patrick Murphy (ειδικούς νομικούς σύμβουλους ανήλικων παραβατών) με σκοπό την πρόληψη της παραβατικής συμπεριφοράς ανηλίκων. Οι αρμόδιες δικαστικές αρχές παραπέμπουν σε πολλές περιπτώσεις στην THEFT TALK περιστατικά ανηλίκων που συλλαμβάνονται για κλοπές, ή θέτουν την παραπομπή τους στην εν λόγω υπηρεσία ως προϋπόθεση μη δίωξής τους.

Επίλογος
Είναι γεγονός ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει καμία διάκριση ή ελαφρυντικό για τις περιπτώσεις της κλεπτομανίας. Η ποινή που επισύρεται για κλοπές είναι η ίδια σε περιστατικά κλεπτομανίας, μικροκλοπών ή άλλων σχετικών παραβατικών πράξεων. Για το λόγο αυτό ο πάσχων πρέπει να συνειδητοποιεί έγκαιρα ο ίδιος τις διαστάσεις του προβλήματός του και να αναζητεί βοήθεια. Οι νομικές κυρώσεις καθώς και ο άμεσος κοινωνικός διασυρμός που επακολουθούν τον εντοπισμό και τη σύλληψη δεν αποτελούν το κατάλληλο πλαίσιο, την κατάλληλη χρονική στιγμή για αναζήτηση μιας αποτελεσματικής θεραπείας.

Τονίζεται χαρακτηριστικά ότι η κλεπτομανία, καθώς και πολλά περιστατικά μικροκλοπών, δεν αποτελούν παρά έναν ακόμη παθολογικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χειρίζονται τα αρνητικά συναισθήματά τους και τις καταστάσεις στρες στη ζωή τους. Παρόμοιοι αμυντικοί μηχανισμοί παρατηρούνται και σε άλλες παθολογικές συμπεριφορές, όπως στον τζόγο, τον αλκοολισμό, τη χρήση ουσιών, τη βουλημία κλπ. Δεν πρόκειται για καλές ή κακές πράξεις, για έναν πλούσιο ή φτωχό άνθρωπο, για έναν νέο ή ηλικιωμένο, μορφωμένο ή μη. Ολοι οι άνθρωποι μπορούν εν δυνάμει, σε μια ευάλωτη στιγμή της ζωής τους, να εμπλακούν σε έναν φαύλο κύκλο παθολογικής συμπεριφοράς, να νιώσουν την ανάγκη να επιβραβεύσουν τον εαυτό τους παίρνοντας κάτι χωρίς να πληρώσουν από ένα κατάστημα. Υπό συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής, η γραμμή που διαχωρίζει την παραβατική ή μη συμπεριφορά, την παθολογική από τη φυσιολογική δεν είναι πάντα ευδιάκριτη! Τίθεται ένα καίριο ζήτημα που αφορά την πρόληψη, την επανένταξη και, κυρίως, την εις βάθος κατανόηση των παραβατικών συμπεριφορών. Δεν γίνεται λόγος για οίκτο ή συγχώρεση, αλλά για κάτι πιο σημαντικό, τη δυνατότητα της κοινωνίας να παρεμβαίνει ουσιαστικά στα σημεία που η ίδια νοσεί!