Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Κάθε άνθρωπος έχει δομήσει τη ζωή του με βάση τα αποθέματα που διαθέτει, ψυχικά και σωματικά, ακόμη και με όλα τα παθολογικά στοιχεία ή τις αυτοηττώμενες συμπεριφορές που τον χαρακτηρίζουν και τον συνοδεύουν στην καθημερινότητα της ζωής του, μη γνωρίζοντας ουσιαστικά να κάνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Εάν λοιπόν ζητήσουμε από αυτόν τον άνθρωπο να αλλάξει κάτι, είναι καταρχήν σαν να του ζητάμε να κάνει κάτι που δεν γνωρίζει αλλά, κυρίως, να αλλάξει κάτι στο οποίο ο ίδιος έχει μέχρι τώρα δομήσει όλη του τη ζωή και την επιβίωσή του. Να αποδομήσει ουσιαστικά όλα τα βασικά θεμέλια της ύπαρξής του! Στο σημείο αυτό λοιπόν, της αλλαγής, πολλά άτομα φοβούνται ότι θα χάσουν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού τους και ότι δεν θα μπορέσουν να το αντικαταστήσουν. Έτσι καταλήγουν, στην προοπτική της αλλαγής, να συμπεριφέρονται όχι σαν να πρόκειται για κάτι ευχάριστο από το οποίο θα κερδίσουν κάτι σπάνιο και πολύτιμο αλλά, αντιθέτως, σαν να πρόκειται να χάσουν κάτι αγαπημένο και δικό τους, την ταυτότητά τους, και, μάλιστα, για πάντα! Εδώ είναι που γεννάται ο φόβος της αλλαγής: όταν, δηλαδή, το άτομο νιώσει ότι απειλούνται θεμελιώδη στοιχεία στα οποία έχει μέχρι τώρα στηρίξει τη ζωή του και φοβάται μην γκρεμιστούν κι αυτά κι εκείνος ολοσχερώς!
Παράλληλα, πολλοί άνθρωποι μπορεί να φοβούνται να αλλάξουν για «να μην χάσουν κι αυτά που έχουν»… Και, βέβαια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι για να αλλάξει κάποιος κάτι, θα πρέπει να έχει και κάτι άλλο με το οποίο θα μπορέσει να το αντικαταστήσει. Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι δεν έχουν βρει ακόμη εναλλακτικές λύσεις και επιλογές ή χρειάζονται βοήθεια προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος για τις εναλλακτικές επιλογές και την αλλαγή.
Επίσης, πολλά άτομα μπορεί να φοβούνται ότι οι προσπάθειές τους δεν θα αναγνωριστούν ή ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι αποδεκτό από τους άλλους. Με άλλα λόγια, φοβούνται την απογοήτευση και την απόρριψη. Πρόκειται ουσιαστικά για ανθρώπους που έχουν μάθει να κάνουν συνήθως πράγματα για τους άλλους και οι ίδιοι να μην ζουν τη δική τους ζωή ζητώντας διαρκώς την επιβράβευση των άλλων σε κάθε τους πρωτοβουλία.
Η αλλαγή πολλές φορές βιώνεται και ως ένας κίνδυνος απώλειας ελέγχου και διεγείρει αντιστάσεις. Το άτομο, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να χρειαστεί να αποχωριστεί συμπεριφορές και συνήθειες χρόνων και να μείνει «αιωρούμενο» μην γνωρίζοντας πώς να διαχειριστεί μια νέα κατάσταση. Μπορεί επίσης να χρειαστεί να βασιστεί σε άλλους για να τον βοηθήσουν στη διαδικασία της αλλαγής, όπως, για παράδειγμα, σε έναν ψυχοθεραπευτή. Το γεγονός αυτό καθεαυτό μπορεί να τον φοβίζει γιατί δεν έχει μάθει να εμπιστεύεται εύκολα τους άλλους. Όταν στο παρελθόν είχε εμπιστευτεί τους άλλους (τους γονείς, την οικογένεια, τους φίλους, τους συναδέλφους κ.ά.) είχε προδοθεί και για αυτό έχει πολλούς λόγους να φοβάται αυτή την παλινδρόμηση. Φοβάται να ξαναγίνει ευάλωτος και να έχει απόλυτη ανάγκη τους άλλους! Γιατί ποιος αλήθεια θα τον βοηθήσει να σηκωθεί εάν διαλυθεί και χρειαστεί να επαναδομήσει τη ζωή του;
Έτσι, η αλλαγή προσεγγίζεται πολλές φορές αν όχι με φόβο αλλά σίγουρα με αμφιθυμία, και το άτομο μπορεί, σε συνειδητό επίπεδο, να νιώθει ενθουσιασμένο και δεκτικό για την προοπτική της αλλαγής αλλά ασυνείδητα φοβισμένο για όλα όσα προαναφέρθηκαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να σαμποτάρει και ο ίδιος, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις επιλογές του προς την αλλαγή, στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από την αμφιθυμία που βιώνει και την εσωτερική σύγκρουση.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθούν και οι περιπτώσεις ανθρώπων που δεν κινητοποιούνται να αλλάξουν επειδή δεν συνειδητοποιούν ότι πρέπει να το κάνουν αυτό. Εδώ το άτομο χρειάζεται στήριξη και συμβουλευτική καθοδήγηση προκειμένου να γνωρίσει και να συνειδητοποιήσει τις επιλογές του και να διευκολυνθεί στην πορεία της αλλαγής. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούν και οι περιπτώσεις ατόμων που θα χαρακτηρίζονταν ως μαζοχιστικές (αυτοηττώμενες) διαταραχές προσωπικότητας οι οποίες δεν αλλάζουν καθώς ο πόνος και η ταλαιπωρία ουσιαστικά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, αποτελούν βασικό στοιχείο της αμυντικής συμπεριφοράς τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση εστιάζει περισσότερο στη στάση αυτοκαταστροφικότητας και αυτοϋποτίμησης καθώς και στο αίσθημα ενοχής που συνοδεύει κάθε απόπειρα αλλαγής.