ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
To πένθος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Πρόκειται για μια επίπονη συναισθηματική διαδικασία, στην οποία μπαίνουμε ύστερα από μια σημαντική απώλεια. Όταν καλούμαστε δηλαδή να αποχωριστούμε από εκείνον που πέθανε και να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο στον οποίον εκείνος ή εκείνη θα λείπει.
Το πένθος βέβαια δεν εμφανίζεται μόνο όταν πεθάνει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, αλλά και μετά από μια απώλεια γενικότερα, όπως είναι για παράδειγμα ένας χωρισμός ή ακόμη και όταν χάνουμε ένα σημαντικό αντικείμενο ή μια κατάσταση στην οποία είχαμε επενδύσει ιδιαίτερα συναισθηματικά.
Το πένθος συνοδεύεται από έντονη θλίψη, κλάμα, εκνευρισμό, κοινωνική απόσυρση, διαταραχή της συγκέντρωσης, αυξομειώσεις του βάρους και δυσκολίες στον ύπνο. Σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά στα αρχικά στάδια, μπορεί κανείς να νιώθει ότι τα συναισθήματά του είναι «παγωμένα», ότι δεν νιώθει στενοχώρια, λύπη ή πόνο ή, μάλλον, ότι δεν νιώθει «τίποτα». Είναι γεγονός ότι μια απώλεια μπορεί να αποτελεί ένα σοκ και αρχικά να μην μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, τι νιώθει αλλά και τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον. Η συνειδητοποίηση είναι βέβαια πολύ επώδυνη όταν αυτό το αρχικό «μούδιασμα» αρχίζει να υποχωρεί και τα συναισθήματα επανέρχονται έντονα. Ο πόνος μπορεί να γίνει μεγαλύτερος και το άτομο να νιώθει μεγάλη οδύνη. Σε αυτό το στάδιο, αρχίζει κανείς να θυμάται, να αναπολεί όσα τον/ την συνέδεαν με το άτομο που έφυγε, ακόμη και από πολύ παλιά, εικόνες, αναμνήσεις, στιγμές που ήταν ξεχασμένες αλλά τώρα έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Η διαδικασία της προσαρμογής ξεκινά αργότερα, όταν το άτομο αρχίζει να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της απώλειας, ότι είναι ένα γεγονός πραγματικό, που έχει συμβεί, και σταδιακά αρχίζει να αποκτά νέους ρόλους, να συνδέεται με άλλους ανθρώπους και να επαναδομεί τις σχέσεις του και την καθημερινότητά του σε νέες βάσεις. Σιγά-σιγά, έρχεται το στάδιο στο οποίο η σχέση με εκείνον που έφυγε αρχίζει να υπάρχει αποκλειστικά στη μνήμη και η σκέψη του να μη συνοδεύεται πια από τόσο πόνο. Τότε, αρχίζει σταδιακά να χτίζεται η καθημερινότητα σε μια νέα βάση, «χωρίς» το πρόσωπο που έχει χαθεί.
Η διάρκεια του πένθους και η δυσκολία διαχείρισής του βέβαια εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, κυρίως όμως από τη σχέση με το άτομο που έφυγε, από τις συνθήκες του θανάτου, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση όσων μένουν πίσω. Πολλές φορές, η σχέση με το άτομο που έφυγε έχει υπάρξει συγκρουσιακή, γεγονός που δυσκολεύει τη διαχείριση του πένθους καθώς τα κοινά προβλήματα δεν είχαν τεθεί και δεν είχαν συζητηθεί ποτέ ανοικτά και σε μια κοινή βάση. Σε άλλες περιπτώσεις η σχέση με τον θανόντα έχει υπάρξει πολύ στενή, έως και συμβιωτική, και οι συμμετέχοντες δεν είχαν προλάβει να «ξεχωρίσουν» και να αυτονομηθούν.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, για να ξεπεραστεί η τραυματική εμπειρία του πένθους χρειάζεται να την βιώσουμε. Η υποστήριξη από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον είναι πάντα σημαντική καθώς βέβαια και η δυνατότητα να μπορεί κανείς να μιλά για το άτομο που έφυγε, για το θάνατο γενικότερα και τους φόβους που διακινεί στη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι που κυριολεκτικά «έθαψαν» τον πόνο τους μαζί με τον θανόντα, με την έννοια ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να αφεθούν στη διαδικασία του πένθους και να μπορέσουν κάποια στιγμή να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους για να τα ξεπεράσουν, παρέμειναν ουσιαστικά προσκολλημένοι δυσλειτουργικά σε τρόπους ζωής που είχαν πριν το χαμό του αγαπημένου προσώπου, κυρίως όμως σε θυμό και καταθλιπτικά συναισθήματα. Τέλος, εάν κανείς νιώθει ότι δεν μπορεί μόνος του να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα και να αντεπεξέλθει στο πένθος που βιώνει, είναι σημαντικό να αναζητήσει επαγγελματική βοήθεια. Είναι σημαντικό να μπορέσει κανείς να τα αντιμετωπίσει για να μπορέσει να γυρίσει κεφάλαιο και να προχωρήσει στη ζωή του.