ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
Η υπογονιμότητα και οι συνακόλουθες διαρκείς προσπάθειες απόκτησης ενός παιδιού αποτελούν για πολλά ζευγάρια μια ιδιαίτερα πιεστική και συναισθηματικά επώδυνη εμπειρία. Οι δυσκολίες αντιμετώπισης ξεκινούν ακόμη και από τα αρχικά στάδια, τα στάδια δηλαδή που το ζευγάρι αρχίζει να συνειδητοποιεί «ότι κάποιο πρόβλημα υπάρχει» και απαιτείται η αναζήτηση ειδικού και η βοήθεια υποστηρικτικών μεθόδων προκειμένου για τη σύλληψη και την επερχόμενη κύηση. Συχνά η συνειδητοποίηση αυτή είναι αργή και επικρατεί ιδιαίτερη δυσπιστία. Το ζευγάρι, ο άντρας και η γυναίκα, δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι τους συμβαίνει αυτό, αρχίζουν να νιώθουν «διαφορετικοί» και συχνά ανατρέχουν στο παρελθόν προσπαθώντας να δώσουν μια εξήγηση, να εντοπίσουν τις αιτίες, τι μπορεί να έγινε λάθος και δεν μπορούν να αποκτήσουν ένα μωρό, να αποκτήσουν δηλαδή κάτι που φαίνεται να είναι «τόσο απλό» για άλλα ζευγάρια.
Το ζευγάρι που αντιμετωπίζει αυτές τις δυσκολίες βιώνει ένα αίσθημα απώλειας σε πολλά επίπεδα. Όλοι οι άνθρωποι έχουν φανταστεί κάποια στιγμή στη ζωή τους τον εαυτό τους ως μητέρα ή πατέρα αντίστοιχα, τον τρόπο με τον οποίο θα συμπεριφέρονταν στο ρόλο αυτό, τον τρόπο με τον οποίο θα δομούσαν τη δική τους οικογένεια και, κυρίως, το πώς μπορεί να ήταν το δικό τους παιδί, αγόρι ή κορίτσι, πώς θα το μεγάλωναν κοκ. Οι θεραπευτικές διαδικασίες αντιμετώπισης της υπογονιμότητας εμπεριέχουν λοιπόν πάντα αυτό το αίσθημα απώλειας, μάλιστα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που θα επιφέρουν, θετικό ή αρνητικό. Το ζευγάρι, καθ’ όλη την προσπάθεια θεραπείας, βιώνει ένα αίσθημα θλίψης ότι μπορεί και να χάσει αυτό το δικαίωμα, ότι μπορεί κάτι να χαθεί (η δυνατότητα απόκτησης ενός μωρού…), ακόμη και ότι έχει χάσει την εμπειρία σύλληψης χωρίς ιατρική υποστήριξη.
Παράλληλα, τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της υπογονιμότητας βιώνουν ξαφνικά μια αίσθηση απώλειας ελέγχου σε κάτι που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής τους «δεδομένο» αλλά και εντελώς προσωπικό. Επικρατεί μια αίσθηση ότι οι γιατροί και οι εξετάσεις έχουν πάρει στα χέρια τους τη ζωή τους και την κάνουν ό,τι θέλουν. Οι ίδιοι δεν ελέγχουν την όλη διαδικασία και απλώς περιμένουν «παθητικά» μια θετική ή αρνητική απάντηση. Επικρατεί η αίσθηση ότι παραβιάζεται η ιδιωτική ζωή και οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται βιώνονται ως ενοχλητικές και εκνευριστικές. Παράλληλα, οποιαδήποτε αρνητική ή μη αναμενόμενη έκβαση δεν τους την εξηγεί κανείς με έναν τρόπο που να μπορούν να τον κατανοήσουν, με έναν τρόπο που να μπορεί να τους στηρίξει ψυχολογικά, νιώθοντας έτσι και πάλι αβοήθητοι και απογοητευμένοι. Οι ίδιοι πρέπει να απαντήσουν μόνοι τους στα δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα που προκύπτουν.
Η δυναμική αυτής της κατάστασης επηρεάζει σαφώς τη σχέση του ζευγαριού που μπορεί να περάσει κρίση και να πρέπει να αναθεωρήσει σημαντικές πτυχές της σχέσης του. Ιδιαίτερα επηρεάζεται και η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που η σεξουαλική δραστηριότητα τείνει να προγραμματίζεται και να έχει αποκλειστικό και μόνο σκοπό την αναπαραγωγή, για παράδειγμα όταν το ζευγάρι πρέπει να έρθει σε επαφή μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα κοκ. Παράλληλα, οι δυσκολίες της υπογονιμότητας μπορεί να επιφέρουν στον άντρα και στη γυναίκα ένα πλήγμα/ απειλή στη σεξουαλική τους ταυτότητα, στην αίσθηση δηλαδή της αξίας που φέρουν οι ίδιοι ως άντρας ή γυναίκα αντίστοιχα. Μπορεί να νιώθουν ότι δεν αξίζουν την ικανοποίηση που επιφέρει η σεξουαλική δραστηριότητα και νατιμωρούν με αυτό τον τρόπο τον εαυτό τους ή να θεωρούν ότι σε κάτι «φταίνε» οι ίδιοι για το θέμα της υπογονιμότητας. Είναι φυσικό οι συναισθηματικές αυτές καταστάσεις να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ερωτική διάθεση των δύο συντρόφων και την επιθυμία τους για σεξουαλική επαφή και στις περισσότερες περιπτώσεις να την αναστέλλουν.
Κάθε άνθρωπος, υπό κατάσταση στρες και αρνητικής ψυχολογικής διάθεσης, μπορεί να παλινδρομεί σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης και γνωστικά σχήματα τα οποία είχε διαμορφώσει βάσει των βιωμάτων του. Εάν λοιπόν η γυναίκα ή ο άντρας, πριν ακόμη προκύψουν οι δυσκολίες της υπογονιμότητας, είχε διαμορφώσει την ασυνείδητη πεποίθηση για τον εαυτό του ότι «είναι ανεπαρκής» ως άντρας ή ως γυναίκα αντίστοιχα, ή ότι «μειονεκτεί» σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, ή, σε άλλες περιπτώσεις, ότι έχει κάνει κάτι «κακό» για το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί, τότε είναι δυνατό αυτά τα παιδικά ή φανταστικά σενάρια του εαυτού του, κατά την περίοδο στρες της προσπάθειας αναπαραγωγής να βρουν και πάλι γόνιμο έδαφος και να ανασυρθούν στην επιφάνεια. Σε αυτή την περίπτωση το ζευγάρι βγαίνει αποδυναμωμένο και ενοχοποιημένο από τις δυσκολίες της υπογονιμότητας, γεγονός που επιβαρύνει την ψυχολογική του κατάσταση αλλά και τις δυνάμεις που διαθέτει για να συνεχίσει την προσπάθεια.
Σε κάθε περίπτωση συμβουλευτικής υποστήριξης ενός ζευγαριού που αντιμετωπίζει δυσκολίες υπογονιμότητας είναι σημαντικό να διαπιστωθούν αυτά τα βαθύτερα «μηνύματα» που αποδίδονται στο θέμα της υπογονιμότητας. Ποια προσωπική βαθύτερη εξήγηση δίνει ο άντρας ή η γυναίκα ατομικά αλλά και ως ζευγάρι σε αυτό που τους συμβαίνει; Ποια είναι, με άλλα λόγια, η βαθύτερη συναισθηματική επένδυση του ζευγαριού στο συγκεκριμένο ιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν; Σε πολλές περιπτώσεις θα διαπιστώσει κανείς ότι στην όλη προσπάθεια διακυβεύονται ζητήματα πιο σημαντικά και πιο πολύτιμα ακόμη και από την απόκτηση ενός μωρού, όπως είναι για παράδειγμα, η προσωπική αυτοεκτίμηση, η αίσθηση προσωπικής επάρκειας και η ίδια η σεξουαλική ταυτότητα του ατόμου.
Τέλος, οι κοινωνικοί παράγοντες είναι και αυτοί πολύ σημαντικοί καθώς η κοινωνία θεωρεί πάντα φυσιολογικό και αναμενόμενο το να κάνει κανείς παιδιά και ότι η αναπαραγωγή συνιστά σημαντικό στόχο στη ζωή όλων των ανθρώπων. Η γονεϊκότητα θεωρείται ένας κεντρικός ρόλος, κυρίως των γυναικών, και όσοι δεν τον εκπληρώνουν μοιάζουν σαν να αποκλίνουν και να μην ακολουθούν μια «φυσιολογική» πορεία. Βάσει αυτών, τα ζευγάρια που δυσκολεύονται να αποκτήσουν ένα παιδί νιώθουν ένα αίσθημα κοινωνικής ανεπάρκειας, ότι δηλαδή δεν είναι ικανοί να φέρουν εις πέρας την κοινωνική «υποχρέωση» που δεν είναι άλλη από τη δημιουργία οικογένειας. Η υπογονιμότητα λοιπόν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, βιώνεται ως πρόβλημα επειδή και η κοινωνία την αντιμετωπίζει ως τέτοιο. Δεν είναι άλλωστε η μόνη περίπτωση που μια μορφή κοινωνικής απόκλισης εκλαμβάνεται ως «ασθένεια».
Για τους λόγους αυτούς είναι σημαντικό το ζευγάρι να έχει, καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειας που κάνει για την απόκτηση ενός παιδιού, συμβουλευτική υποστήριξη έτσι ώστε το θέμα της υπογονιμότητας να παραμένει στις σωστές του διαστάσεις, νοητικά και συναισθηματικά. Παράλληλα το ίδιο το ζευγάρι είναι σημαντικό να προσπαθήσει να μην απομονωθεί, νιώθοντας ότι οι άλλοι, ιδιαίτερα όσοι έχουν παιδιά, δεν μπορούν να καταλάβουν τι περνούν και πόσο δυσάρεστα νιώθουν. Η μυστικοπάθεια και η απομόνωση από τους φίλους και το οικογενειακό περιβάλλον δεν βοηθά. Η πεποίθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τους καταλάβει ή να τους βοηθήσει συνήθως δεν είναι βάσιμη και επιφέρει αίσθημα απογοήτευσης.
Κάθε άντρας ή γυναίκα που βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία αντιμετώπισης της υπογονιμότητας είναι σημαντικό να μπορέσει, σε μια συζήτηση με τον ίδιο του/ της τον εαυτό, να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα που θα του/ της δώσει αλήθεια και δύναμη για να μπορέσει να συνεχίσει την προσπάθειά του/ της: «Πόση αξία έχω αλήθεια ακόμη και αν δεν κάνω παιδί στη ζωή μου»; Η θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα επιφέρει ανακούφιση αλλά και δύναμη για περισσότερες προσπάθειες που μπορεί να οδηγήσουν σε επιτυχία!