ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ (1875-1961)
Ο Κάρολος Γουσταύος Γιουνγκ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο μικρό χωριό Κέσβιλ, κοντά στη λίμνη Κωνσταντία της βορειοανατολικής Ελβετίας. Πήρε το όνομά του από τον παππού του για τον οποίο φημολογείτο ότι ήταν παράνομο παιδί του Γκαίτε. Ο ίδιος, αν και ενοχλείτο από αυτή τη φημολογία, παράλληλα υπερηφανευόταν για τη φημισμένη καταγωγή του.
Ο πατέρας του, Παύλος Αχιλλέας Γιουνγκ, ήταν ιερέας της Ελβετικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας. Η επαφή του Καρλ με τη θρησκεία ήταν έντονη από εξαιρετικά νεαρή ηλικία, καθώς στην οικογένεια, εκτός από τον πατέρα του, υπήρχαν ακόμη οκτώ θείοι του που ήταν ιερείς: δύο αδελφοί του πατέρα του και έξι της μητέρας του. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Όπως τους έβλεπα από μικρός, ντυμένους στα μαύρα μακριά ράσα και τις γυαλιστερές μπότες τους, έμοιαζαν κυριολεκτικά σαν να περιφρουρούν τα σύνορα μεταξύ ζωής και θανάτου». Η εμφάνισή τους τον φόβιζε ιδιαίτερα και η σοβαρότητά τους τον πίεζε φορτικά στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, αρκετοί συγγενείς της μητέρας του, Έμιλ Πράισβερκ (Emilie Preiswerk), είχαν έντονη ενασχόληση και με παραψυχικά φαινόμενα. Αλλά και το ζήτημα του θανάτου δεν απουσίαζε από τo περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε ο μικρός Καρλ, καθώς πριν από τη γέννηση του ιδίου είχαν πεθάνει δύο αδέλφια του σε βρεφική ηλικία. Το γεγονός αυτό καθόρισε τη ζωή της οικογένειας αλλά και τη συμπεριφορά της μητέρας του απέναντί του, η οποία έγινε ιδιαίτερα αγχώδης και νευρική. Όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών, η μητέρα του ασθένησε από μια νευρική (συναισθηματική) διαταραχή και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για αρκετούς μήνες. Ο αποχωρισμός αυτός είχε τεράστια επίδραση στο μικρό Καρλ ο οποίος έκτοτε έγινε ιδιαίτερα αμφιθυμικός απέναντί της αλλά και προς όλες τις εκπροσώπους του γυναικείου φύλου.
Οι εσωτερικές αλλά και οι εξωτερικές αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ήταν πολλές. Όταν δεν άντεχε τις ατέλειωτες λογομαχίες και συγκρούσεις μεταξύ των γονέων του, κατέφευγε στη σοφίτα του σπιτιού του, όπου συναντούσε το μικρό «φίλο» και «σύντροφο» που είχε ο ίδιος κατασκευάσει: μια μικρή ξύλινη κούκλα η οποία, ντυμένη όπως ήταν στα μαύρα, έμοιαζε με κληρικό. Σε αυτήν μιλούσε και αποκάλυπτε όλα τα μυστικά του. Της έγραφε σημειώματα, σε μικρά ρολό από χαρτί, τα οποία φυλούσε σε ένα ειδικό σημείο της σοφίτας. Με το μικρό του «φίλο» περνούσε ατελείωτες ώρες, πραγματοποιώντας ειδικές τελετές και τελετουργίες τις οποίες είχε επινοήσει ο ίδιος.
Ο μικρός Καρλ έπαιζε πάντα μόνος του, αφού η αδελφή του γεννήθηκε όταν ο ίδιος ήταν εννέα ετών. Η γέννησή της δεν τον ενθουσίασε καθόλου, καθώς του φάνηκε αρχικά σαν «ένα άσχημο και ζαρωμένο πλάσμα». Την αγνόησε για πολύ καιρό και συνέχισε να παίζει μόνος του και να απομονώνεται στις προσωπικές του ενασχολήσεις. Διάβαζε πολύ, κυρίως βιβλία που τον ενδιέφεραν προσωπικά και όχι τα σχολικά. Τα ιδιόρρυθμα, όμως, για την ηλικία του ενδιαφέροντά του αλλά και η έντονη εσωστρέφειά του, προκάλεσαν δυσκολίες στη συναναστροφή με τους συμμαθητές του: ο Γιουνγκ φαινόταν «διαφορετικός» και «παράξενος». Η τάση για λιποθυμικά επεισόδια που ανέπτυξε σε ηλικία 12 ετών, η οποία τον κράτησε μακριά από το σχολείο για έξι μήνες, ήταν πιθανόν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν περνούσε και τόσο καλά στο σχολείο. Στο σπίτι μπορούσε να απομονώνεται και να διαβάζει βιβλία της αρεσκείας του. Μια ημέρα όμως άκουσε τον πατέρα του να ανησυχεί πραγματικά για την κατάσταση της υγείας του και να αναφέρει σε έναν φίλο του: «Οι γιατροί δεν γνωρίζουν πια τι συμβαίνει… Τι θα γίνει αν δεν είναι κάτι θεραπεύσιμο; Έχω χάσει ό, τι είχα και δεν είχα». Τότε μόνο συνειδητοποίησε την πραγματικότητα και έκτοτε η «αρρώστια» του εξαφανίστηκε ως δια μαγείας…
Ο Γιουνγκ περιγράφει χαρακτηριστικά τις συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία. Είχε αναπτύξει δύο παράλληλες ζωές, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως τις αποκαλούσε: την προσωπικότητα Νο1, που ήταν ντροπαλή και ένιωθε πάντα μειονεκτικά, και την προσωπικότητα Νο2, που ήταν δυνατή και απέπνεε τη σπουδαιότητα και την τάση για εξουσία ενός ώριμου άντρα. Η μοναξιά του συχνά ανακουφιζόταν από αυτό το σύστημα διάσπασης του εαυτού του. Όπως αναφέρει, «η συσχέτισή μου με τον κόσμο είχε έτσι ήδη προδιαγραφεί. Σήμερα, όπως και τότε, είμαι πάντα μοναχικός».
Δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι, όπως βέβαια δεν έμελλε να εξελιχθεί και σε έναν συνηθισμένο άντρα! Ήταν ευαίσθητος και έξυπνος, δεν καταλάβαινε αλλά ούτε και τον καταλάβαιναν οι γονείς, οι δάσκαλοι ή οι συμμαθητές του, όπως δεν τους καταλάβαινε και εκείνος. Για αυτό και αποσυρόταν από τον κόσμο των ανθρώπων και βασιζόταν περισσότερο σε δικές του προσωπικές εσωτερικές εμπειρίες που τον βοηθούσαν να κατανοεί καλύτερα τον κόσμο. Αυτές, άλλωστε, αποτύπωσε και σε όλες τις μετέπειτα έννοιες της πολύπλοκης θεωρίας του.
Σπουδές & σταδιοδρομία
Τελειώνοντας το σχολείο είχε την επιθυμία να σπουδάσει Αρχαιολογία, αλλά η κατεύθυνση αυτή δεν υπήρχε στο πανεπιστήμιο της πόλης του και οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν σε άλλο πανεπιστήμιο. Εναλλακτικά, προτίμησε να εισαχθεί στο γειτονικό Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και να σπουδάσει Ιατρική. Η ειδικότητα της Ψυχιατρικής, μάλιστα, συνδύαζε τις δύο αντίθετες κλίσεις μέσα του: το ενδιαφέρον του για τις Φυσικές Επιστήμες και την εμμονή του με θρησκευτικά, υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Η ενασχόληση με τη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων κατέστη, άλλωστε, κυρίαρχο θέμα σε όλη τη μετέπειτα θεωρία του.
Περιθωριακή φυσιογνωμία από τα φοιτητικά του χρόνια, διέθετε εντούτοις σημαντική διανοητική δύναμη που τον καθιστούσε πόλο έλξης της φοιτητικής αδελφότητας «Zofingia», στην οποία συμμετείχε, ή έδινε και ο ίδιος διαλέξεις για θεολογικά και ψυχολογικά ζητήματα. Παράλληλα, ανέπτυξε και μια ιδιαίτερη ενασχόληση: έκανε πειράματα πνευματισμού σε ειδικές συγκεντρώσεις με συγγενείς του, κυρίως με την εξαδέλφη του Χελένε Πράισβερκ (Helene Preiswerk). Η ενασχόληση με τον πνευματισμό και τα μυστικιστικά φαινόμενα αποτελούσε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του καθηγητή του Ευγένιου Μπλώυλερ (Eugen Bleuler), έκανε τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Ψυχολογία και Παθολογία των Αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων» (1902). Η μελέτη αυτή έθεσε τις βάσεις για την καλλιέργεια ορισμένων βασικών ιδεών και θεωρημάτων του συστήματος Αναλυτικής Ψυχολογίας που ανέπτυξε αργότερα, συγκεκριμένα ότι το ασυνείδητο περιέχει «συμπλέγματα» που εκδηλώνονται σε όνειρα ή οράματα και αποτελούν ομάδες συσχετιζόμενων, συχνά απωθημένων ιδεών ή ενορμήσεων. Η ανάπτυξη και η συνοχή της προσωπικότητας του ανθρώπου διαμορφώνεται βάσει των συμπλεγμάτων αυτών, στο επίπεδο του ασυνειδήτου.
Το 1900 αποφοίτησε και έλαβε θέση βοηθού του Μπλώυλερ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Burghoelzli της Ζυρίχης. Εκεί άρχισε την έντονη ερευνητική ενασχόλησή του με τη μελέτη της σχιζοφρένειας. Η εκτεταμένη μελέτη πολλών σχιζοφρενών ασθενών τον οδήγησε στη διαμόρφωση ενός από τα βασικότερα θεωρήματά του, του «συλλογικού ασυνειδήτου». Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις των ασθενών του ήταν όμοιες κατά πολύ με το περιεχόμενο πολλών μύθων και φαντασιώσεων που συνόδευαν τους ανθρώπους σε σύγχρονες αλλά και αρχαίες κοινωνίες. Ο ίδιος πίστευε ότι το υλικό που του αποκάλυπταν υπερέβαινε κατά πολύ τη συλλογή αναμνήσεων μόνο από την παιδική ή την ενήλικη ζωή τους. Υπήρχε και ένα «συλλογικό ασυνείδητο», από το οποίο ανέσυραν πολλά από τα βιώματά τους. Το 1906 δημοσίευσε την εργασία «Psychology of Dementia Praecox», μια ψυχαναλυτική μελέτη και πρόταση θεραπείας της σχιζοφρένειας βασιζόμενη στα συμπεράσματά του.
Κατά το ίδιο διάστημα, είχε διαμείνει οικιοθελώς επί έξι μήνες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο για να διευκολύνει τις παρατηρήσεις του. Τον είχε απορροφήσει η έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και λόγου και παράλληλα ήθελε να διερευνήσει τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες όσων έπασχαν από αυτή την ασθένεια. Τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του τον οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ειδικού τεστ που εισήγαγε ο ίδιος, του «τεστ λεκτικού συνειρμού» (word association test). Κατά τη διεξαγωγή αυτού του τεστ, παρουσιάζεται στον ασθενή μια σειρά λέξεων, ανά μία κάθε φορά, και εκείνος πρέπει να απαντήσει με την πρώτη τυχαία λέξη που του έρχεται στο μυαλό. Εάν διστάζει ή αμφιταλαντεύεται πριν απαντήσει, ή αν εκφράζει κάποιο έντονο συναίσθημα, η συγκεκριμένη λέξη έχει μάλλον «χτυπήσει» σε κάποιο ασυνείδητο «σύμπλεγμα» του ψυχισμού του. Η έρευνα για τη μέθοδο του λεκτικού συνειρμού δημοσιεύτηκε σε πολλά αμερικανικά επιστημονικά περιοδικά και τον κατέστησε ιδιαίτερα γνωστό και στις ΗΠΑ. Μάλιστα, η αντίστοιχη μέθοδος χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ και για το νομικό καθορισμό γεγονότων, και το Clark University της Μασσαχουσέτης του απένειμε ειδικά, το 1909, τιμητικό διδακτορικό δίπλωμα στα Νομικά. Η εργασία του «Studies in Word-Association» αποτέλεσε την αφορμή και για την πρώτη επαφή και γνωριμία του με το Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο Γιουνγκ ταξίδεψε στη Βιέννη για να τον συναντήσει. Επρόκειτο για μια σημαντική συνάντηση που θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας βαθιάς και έντονης φιλίας και συνεργασίας, η οποία, όμως, έμελλε να διαρκέσει μόνον έξι χρόνια.
Η οικογενειακή του ζωή
Το 1903, ο Γιουνγκ νυμφεύθηκε την Έμμα Ράουσενμπαχ (Emma Rauschenbach) με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Η ευκατάστατη οικογένεια της Έμμας και η οικονομική άνεση που «εισέβαλε» ξαφνικά στη ζωή του με αυτό το γάμο υποδαύλιζαν ιδιαίτερα τα αμφίθυμα συναισθήματά του. Ο ίδιος μιλούσε πάντα αρνητικά για το θεσμό του γάμου και τη δημιουργία οικογένειας υποστηρίζοντας πάντα τη μοναδική σημασία της ατομικότητας και της ανεξαρτησίας του ανθρώπου. Μάλιστα, τον χαρακτήριζε και μια φυσική αποστροφή σχετικά με την ανατροφή παιδιών την οποία ξεπέρασε με την πάροδο του χρόνου. Η Έμμα πέρασε αρκετές δύσκολες στιγμές δίπλα του, κυρίως λόγω των εξωσυζυγικών σχέσεων που διατηρούσε με άλλες γυναίκες. Η μακρόχρονη εξωσυζυγική του σχέση με την Τόνι Βολφ (Toni Wolff) σχεδόν διέλυσε το γάμο τους. Η Έμμα τελικά αποδέχτηκε την κατάσταση, αλλά δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη με το γεγονός ότι η Βολφ ήταν και συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους στο δείπνο της Κυριακής.
Ο ίδιος ο Γιούνγκ δεν μιλούσε και δεν έγραφε ποτέ για την οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό του, τις τέσσερις κόρες του και το γιό του. Δεν έκανε καμία αναφορά σχετικά με τα σεξουαλικά του συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Τόνιζε, όμως, πάντα ότι ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να έχει μια φυσιολογική σπιτική οικογενειακή ζωή προκειμένου να εξισορροπεί τον παράξενο εσωτερικό του κόσμο των ονείρων, των φαντασιώσεων και των απόκρυφων μυστικιστικών εμπειριών: «Η οικογένεια και το επάγγελμά μου παρέμεναν η βάση στην οποία μπορούσα πάντα να επιστρέψω, επιβεβαιώνοντας ότι είμαι ένα υπάρχον, συνηθισμένο άτομο».
Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε κοντά στη λίμνη του Κούσναχτ (Küsnacht), στη Ζυρίχη. Εκεί διέμεινε σε ένα πανέμορφο σπίτι, δίπλα στη λίμνη, στο οποίο ο Γιουνγκ δεχόταν και τους ασθενείς του, πολλούς επώνυμους και επιτυχημένους ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Στο κατώφλι του σπιτιού είχε αναρτηθεί το εξής απόφθεγμα: “Vocatus atque non vocatus dues aderit” («Είτε καλείται είτε δεν καλείται, ο Θεός είναι παρών».)
Η σχέση με το Φρόιντ & την Ψυχανάλυση
Όπως αναφέρθηκε, η γνωριμία του Γιουνγκ με το Φρόιντ έμελλε να θέσει τις βάσεις μιας έντονης φιλίας και συνεργασίας σχετικά με βασικά ζητήματα της ψυχανάλυσης. Ο Γιουνγκ άρχισε την ψυχιατρική του πρακτική και τη μετέπειτα ερευνητική εργασία του ενστερνιζόμενος τη θεωρία και την τεχνική της ψυχανάλυσης. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε σύντομα στα μάτια του Φρόιντ έναν βασικό συνεργάτη και πιθανό διάδοχο και συνεχιστή του ψυχαναλυτικού κινήματος. Ο χαρακτήρας του Γιουνγκ, όμως, αλλά και τα αποτελέσματα των προσωπικών του ερευνών άρχισαν σταδιακά να τροποποιούν τις απόψεις του και να τον απομακρύνουν από την ψυχανάλυση. Ο ίδιος, άλλωστε ήταν ένα εξαιρετικά αυτόνομο και ανεξάρτητο άτομο και δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί για πολύ καιρό να θεωρείται «υποτελής» του Φρόιντ, ή ακόμη και ο «μεγάλος γιος» ή ο «εκλεκτός πρίγκιπάς του». Η βασικότερη διαφωνία μεταξύ τους όμως άρχισε να προκαλείται σχετικά με βασικά θεωρητικά ζητήματα της ψυχανάλυσης και, συγκεκριμένα, με την υπέρτατη έμφαση που απέδιδε ο Φρόιντ στη σημασία του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο Γιουνγκ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αυτή η τάση αποτελεί το μοναδικό παράγοντα καθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επίσης, είχε κουραστεί ιδιαίτερα από την έντονη ενασχόληση του Φρόιντ με την παθολογική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο ίδιος είχε μελετήσει και άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς και είχε ταξιδέψει πολύ. Είχε επίσης πολλές γνώσεις Μυθολογίας, Θεολογίας και Φιλοσοφίας και ήταν εξαίρετος γνώστης του συμβολισμού πολύπλοκων μυστικιστικών παραδόσεων. Αν κάποιος μπορούσε πράγματι να κατανοήσει το ασυνείδητο και την τάση του να «αποκαλύπτεται» σε συμβολική μορφή, αυτός ήταν ο Γιουνγκ. Για εκείνον, το ασυνείδητο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα προσωπικών αλλά και αρχέγονων μακρόχρονων εμπειριών. Έτσι, ήθελε να αναπτύξει ένα σύστημα ψυχολογικής θεωρίας που θα επικεντρωνόταν στις πνευματικές και μυστικιστικές ανάγκες του ανθρώπου. Κατ’ ουσίαν, αυτό αποτελούσε και έναν πρόδρομο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας και ο Γιουνγκ πίστευε πως η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου επέρχεται μέσω της ανακάλυψης του πνευματικού του εαυτού.
Οι έρευνές του, λοιπόν, τον οδήγησαν μακριά από την έμφαση του Φρόιντ στην ψυχοσεξουαλική αιτιότητα της νεύρωσης και της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, και στη θεμελίωση της δικής του προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας, ως απάντηση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του Φρόιντ. Σε αντίθεση με την ψυχανάλυση, η Αναλυτική Ψυχολογία υποτιμούσε τη σημασία της σεξουαλικότητας και των παιδικών ενδοψυχικών συγκρούσεων στη θεραπεία των νευρώσεων, και επικεντρωνόταν περισσότερο σε πρόσφατες ενδοψυχικές συγκρούσεις του ασθενή.
Η έκδοση του βιβλίου του Γιουνγκ «Symbols of Transformation» σήμανε και την οριστική ρήξη στη σχέση των δύο ανδρών. Ο ίδιος, σαν να το γνώριζε αυτό, και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του ένιωθε ιδιαίτερα νευρικός. Μάλιστα δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του το οποίο τιτλοφόρησε, ίσως όχι τυχαία, «Η θυσία». Για τον ίδιο, η ρήξη με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση αποτελούσε πράγματι μια μεγάλη θυσία!
Προσωπική κρίση
Όταν τερματίστηκε η σχέση του με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση, ο Γιουνγκ περιέπεσε σε μια κατάσταση σύγχυσης και εσωτερικής αβεβαιότητας. Παραιτήθηκε από τη θέση του λέκτορα στο πανεπιστήμιο στο οποίο δίδασκε καθώς θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να διδάσκει σε μια τόσο διαταραγμένη και αποπροσανατολισμένη διανοητική και ψυχική κατάσταση. Επακολούθησε μια «κενή» περίοδος κατά την οποία δεν μπορούσε να μελετήσει, να γράψει ή να διερευνήσει. Άρχισε να αφιερώνει το διάστημα αυτό στη διερεύνηση του δικού του ασυνειδήτου, αναλύοντας τα όνειρα και τα οράματά του.
Από αυτό το εσωτερικό μοναχικό ταξίδι επανήλθε κατά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, με νέα όμως δεδομένα για τη θεωρία του, η οποία έτεινε πλέον να λάβει μια ολοκληρωμένη μορφή. Νέες έννοιες, όπως τα αρχέτυπα, εισήχθησαν οι οποίες σε συνδυασμό με την κατανόηση περί συμβολισμού των ονείρων ή άλλων δημιουργικών διεργασιών έθεταν τις βάσεις της νέας κλινικής προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Την περίοδο αυτή έγραψε και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το «Ψυχολογικοί Τύποι» («Psychological Types»), στο οποίο περιγράφει τις διαφορές θεωρητικών τοποθετήσεων σχετικά με το Φρόιντ αλλά και τον Άλφρεντ Άντλερ, γνωστό ψυχαναλυτή της εποχής που επίσης αποσχίσθηκε από το Φρόιντ. Σε αυτό επίσης περιγράφει για πρώτη φορά μια χαρακτηρολογική ταξινόμηση της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένης της γνωστής διάκρισής του μεταξύ εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Κατά το Γιουνγκ, η εξωστρέφεια αποτελεί μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα έξω, ενώ η εσωστρέφεια μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα μέσα. Κάθε άνθρωπος διαθέτει και τους δύο αυτούς μηχανισμούς ψυχικής λειτουργίας και ο συλλογικά επικρατέστερος καθορίζει αν το άτομο θα καταστεί εσωστρεφές ή εξωστρεφές.
Κατά το Γιουνγκ, η συνείδηση του ανθρώπου διαθέτει διάφορους μηχανισμούς λειτουργίας και προσαρμογής, σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι η διαίσθηση, η σκέψη, η αίσθηση και η συναίσθηση. Στην καθημερινότητα, ο άνθρωπος βασίζεται και χρησιμοποιεί την πιο ανεπτυγμένη από αυτές, ενώ διευρύνει διαρκώς τα όριά του αναπτύσσοντας και εξελίσσοντας και όλες τις άλλες. Το ασυνείδητο αποκαλύπτεται ευκολότερα μέσω της λιγότερο ανεπτυγμένης λειτουργίας.
Την περίοδο εκείνη ο Γιουνγκ άρχισε να ταξιδεύει πιο συστηματικά. Επισκέφτηκε την Τυνησία και την Έρημο της Σαχάρας. Τον ενδιέφερε πάντα η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής των πρωτόγονων ανθρώπων, και τώρα πλέον ήταν σε θέση να τον παρατηρήσει από κοντά. Δεν γνώριζε τη γλώσσα τους, για αυτό και παρατηρούσε έντονα τις κινήσεις και τις χειρονομίες τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Ένιωθε ιδιαίτερα ικανοποιημένος και διαφωτισμένος από αυτή την πρώτη αφρικανική του εμπειρία.
Πριν από την επόμενη επίσκεψή του στην Αφρική έμαθε σουαχίλι. Έλαβε μέρος σε ένα σαφάρι στην καρδιά της Αφρικής και το ταξίδι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που τον έφερε σε επαφή με την πρωτόγονη αντίληψη και το «συλλογικό ασυνείδητο». Σχετικές αναμνήσεις αναφέρονται σε πολλά κείμενά του.
Ταξίδεψε επίσης στο Νέο Μεξικό για να γνωρίσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ινδιάνων Πουέμπλο, τις οποίες οι ίδιοι απέκρυπταν με μεγάλη μυστικότητα. Η άμεση διερεύνηση δεν τον βοήθησε, για αυτό και δοκίμασε μια πιο έμμεση μέθοδο: μιλούσε για διάφορα ζητήματα και παρακολουθούσε τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Όταν το πρόσωπό τους εξέφραζε κάποιο συναίσθημα, γνώριζε ότι είχε «θίξει» κάποιο σημαντικό ζήτημα. Επρόκειτο για μια προσαρμογή της γνωστής μεθόδου του λεκτικού συνειρμού στη γνωριμία του με άλλους πολιτισμούς!
Ο Γιουνγκ είχε επίσης πάντα ένα έντονο ενδιαφέρον για τις ανατολικές θρησκείες και μυθολογίες και τα ταξίδια του στην Ινδία και την Κεϋλάνη ενίσχυσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του και διεύρυναν τις γνώσεις του. Έγραψε αρκετά για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων της Ανατολής και της Δύσης, όπως αυτές εκφράζονται στα έθιμα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις πρακτικές και τους μύθους. Επισήμαινε ότι η ψυχική λειτουργία των ανθρώπων της Ανατολής είναι βασικά εσωστρεφής, ενώ των ανθρώπων της Δύσης εξωστρεφής.
Ένας φίλος του, γνώστης της κινεζικής κουλτούρας, του γνώρισε το I Τσινγκ (Ι Ching), αρχαίο κείμενο μαντείας και προφητείας. Του γνώρισε επίσης την Αλχημεία, τομέα στον οποίο επικεντρώθηκε και μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον επί πολλά χρόνια. Το βιβλίο του «Ψυχολογία και Αλχημεία», που δημοσιεύτηκε το 1944, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του.
Η Θεωρία των συμβόλων
Κατά το Γιουνγκ, η δημιουργία και έκφραση των συμβόλων αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Το σύμβολο αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο έκφρασης του αγνώστου και του ασυνειδήτου. Σκοπός του ήταν η διερεύνηση της ομοιότητας μεταξύ συμβόλων που εντοπίζονται σε θεολογικά, μυθολογικά και μαγικά συστήματα διαφόρων πολιτισμών και εποχών.
Προκειμένου να επεξηγήσει παρόμοια σύμβολα διαφορετικών πολιτισμών και εποχών αναφέρεται σε δύο επίπεδα του ασυνειδήτου: το «ατομικό ασυνείδητο», το οποίο εμπεριέχει οτιδήποτε το άτομο έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά έχει ξεχαστεί ή απωθηθεί, και στο «συλλογικό ασυνείδητο» το οποίο εμπεριέχει μνημονικά ίχνη κοινά σε όλο το ανθρώπινο είδος.
Τα περιεχόμενα του «συλλογικού ασυνειδήτου» αποκαλούνται «αρχέτυπα» και αποτελούν πρωτότυπα, αυθεντικά μοντέλα, βάσει των οποίων άλλα όμοια πράγματα διαμορφώνονται και διαπλάθονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τα αρχέτυπα αποτελούν μια από τις κεντρικότερες έννοιες στη θεωρία του Γιουνγκ και ο ίδιος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ερευνώντας και γράφοντας για αυτά. Μελέτησε πολλά σημαντικά αρχέτυπα, όπως αυτό της «μάνας», αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά, όπως της «γέννησης», του «θανάτου», της «μητέρας γης», του «Θεού» κλπ. Πολύπλοκα αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλα τα μυθολογικά και θεολογικά συστήματα.
Κατά το Γιουνγκ, ορισμένα αρχέτυπα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της δομής της προσωπικότητας. Αυτά είναι:
-Περσόνα (ή προσωπείο)
Η περσόνα αποτελεί τη δημόσια εικόνα, τη μάσκα την οποία ο άνθρωπος φορά πριν δείξει τον εαυτό του στον εξωτερικό κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αφορά την «καλή εντύπωση» που επιθυμεί να παρουσιάζει στους άλλους, μπορεί όμως να αποτελεί και τη λανθασμένη εντύπωση που δημιουργεί προκειμένου να διαχειριστεί τη γνώμη και τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων.
-Άνιμα/ Άνιμους
Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται άνιμα, ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται άνιμους.
-Σκιά
Πρόκειται για τη σκοτεινή, καταπιεσμένη πλευρά του εαυτού, την οποία ο άνθρωπος έχει απορρίψει και «αποκρύπτει» από τους άλλους. Η σκιά συμβολίζει αδυναμίες, φόβους, θυμό που έχει συσσωρευθεί.
-Ο εαυτός
Ο «εαυτός» είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχέτυπα. Αποτελεί την έσχατη ένωση της προσωπικότητας και συμβολίζεται από τον κύκλο, το σταυρό και τις φιγούρες μαντάλα που άρεσαν ιδιαίτερα στο Γιουνγκ.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Γιουνγκ διευκρίνισε ότι τα βαθύτερα στρώματα του ασυνειδήτου λειτουργούν ανεξάρτητα από τους νόμους του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας. Το γεγονός αυτό δίνει έναυσμα και λειτουργία στα λεγόμενα παραψυχικά φαινόμενα.
Επίλογος
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, ο Γιουνγκ συνέχισε να αναπτύσσει και να εμβαθύνει τη θεωρία του λαμβάνοντας ερεθίσματα και υλικό μελέτης τόσο από την κλινική του πρακτική, όσο και από τη μελέτη ευρέων και ποικίλων θεμάτων όπως η αλχημεία, η αστρολογία, η μυθολογία, η μαντεία, η τηλεπάθεια, η γιόγκα, ο πνευματισμός, τα παραμύθια, ο θρησκευτικός συμβολισμός, τα οράματα, τα όνειρα, οι ανατολικές θρησκείες.
Παρόλα αυτά, έχει επικριθεί ιδιαίτερα για το έντονο ενδιαφέρον του για όλα αυτά τα «ύποπτα» επιστημονικά θέματα. Οι επικρίσεις όμως αυτές δεν ευσταθούν. Ο Γιουνγκ προσέγγιζε αυτά τα ζητήματα όχι ως οπαδός ή πιστός, αλλά ως ψυχολόγος. Το κεντρικό ερώτημα για εκείνον ήταν τι αποκαλύπτουν αυτά τα θέματα σχετικά με τον ανθρώπινο νου και ψυχισμό, ειδικότερα στο επίπεδο της ψυχικής λειτουργίας που ο ίδιος αποκαλούσε «συλλογικό ασυνείδητο». Ο ίδιος γνώριζε πολύ νωρίς κατά την επιστημονική του καριέρα ότι το ασυνείδητο εκδηλώνεται στην πιο καθαρή του μορφή στα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, τους βερμπαλισμούς, τις παραισθήσεις και τα οράματα των ασθενών. Αργότερα ανακάλυψε ότι στους ψυχικά υγιείς ανθρώπους το ασυνείδητο εκδηλώνεται σαφέστερα στα λεγόμενα μυστικιστικά φαινόμενα, στο θρησκευτικό συμβολισμό, τη μυθολογία, την αστρολογία και τα όνειρα. Ως μελετητής αλλά και «μαθητής» του ασυνειδήτου, λοιπόν, έπρεπε να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πηγές, ανεξάρτητα από το πόσο «ύποπτες» ή «αποδεκτές» επιστημονικά ήταν, προκειμένου να μελετήσει αυτό που θεωρούσε εκείνος τόσο βασικό: το ασυνείδητο. Δεν ακολουθούσε την παράδοση και το κατεστημένο, παρέμενε όμως πάντα επιστήμονας στην αντιμετώπιση και το χειρισμό των δύσκολων αυτών ζητημάτων.
Η θεωρία της Αναλυτικής Ψυχολογίας επίσης θεωρείται σχετικά ασυνήθης και ιδιόμορφη συγκρινόμενη με άλλες θεωρίες για την προσωπικότητα. Θεωρείται επίσης εξαιρετικά δύσκολη στην κατανόηση, όντας σε πολλά σημεία της πολύπλοκη, παράξενη και μυστήρια. Αυτό, βέβαια, οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι ο Γιουνγκ μελετούσε και ανέσυρε το υλικό του από διάφορους ευρείς τομείς (όπως η Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Φιλολογία, η Φιλοσοφία, η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, η Αρχαιολογία, η Θεολογία, η Μυθολογία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Αλχημεία και η Αστρολογία), στην προσπάθειά του να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Λίγοι ερευνητές ή αναγνώστες είχαν το υπόβαθρο για να αξιολογήσουν υλικό από τόσα διαφορετικά πεδία, και έτσι μπορούσαν εύκολα να παρερμηνεύσουν, να παραβλέψουν ή και να αγνοήσουν τη θεωρία του, αντί να προσπαθήσουν να έλθουν σε επαφή με τον απίστευτα μεγάλο αριθμό πολύπλοκων ιδεών που αποτελούσαν ένα αναπόσπαστο μέρος της. Μια άλλη δυσκολία έγκειται επίσης στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Γιουνγκ δεν έγραφε καθαρά. Χρησιμοποιούσε συχνά συμβατικούς όρους με ιδιοσυγκρατικό τρόπο, χωρίς να επεξηγεί πλήρως αυθαίρετες μεταστροφές νοημάτων ή πολύπλοκων εννοιών.
Ο Γιουνγκ πέρασε ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Συνταξιοδοτήθηκε το 1946 και άρχισε να αποσύρεται από τη δημόσια ζωή μετά το θάνατο της συζύγου του το 1955. Μεταξύ των τελευταίων δημοσιεύσεών του συγκαταλέγονται τα έργα: «Aion» (1951), «Answer to Job» (1952) και «Mysterium Coniunctionis» (1955-56). Πέθανε σε ηλικία 85 ετών, στις 6 Ιουνίου του 1961, στη Ζυρίχη. Οι τελευταίες του λέξεις, μαγνητοφωνημένες κατά την αυτοβιογραφική του αφήγηση από την Ανιέλα Γιάφφε (Aniela Jaffe), είναι οι ακόλουθες: «Ας έχουμε ένα πραγματικό καλό κόκκινο κρασί απόψε»!
Βιβλιογραφία
-Richard M. Ryckman: THEORIES ΟF PERSONALITY, 4th edition, Brooks/ Cole Publishing Company, Pacific Grove, California 1989.
-MEMORIES, DREAMS AND REFLECTIONS BY C.G. Jung. Recorded and Edited by Aniela Jaffe, Pantheon Books, New York 1973.
-Ronald Hayman: A LIFE OF JUNG, W.W. Norton & Company, New York, London 1999.
-http://webspace.ship.edu/cgboer/jung.html
-http://en.wikipedia.org/wiki/Carl_Jung