ΨΥΧΟΠΑΘΗΤΙΚΕΣ (ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
Οι ψυχοπαθητικές (αντικοινωνικές) προσωπικότητες αποτελούν μια ιδιαίτερη διαγνωστική κατηγορία ασθενών, ίσως τη λιγότερη δημοφιλή ή προσφιλή στους ειδικούς ψυχικής υγείας. Ένας λόγος για τον οποίο μπορεί να συμβαίνει αυτό είναι ο φόβος που μπορεί να προκαλούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της προσωπικότητας αλλά και οι ιδιαίτερες δυνάμεις που πρέπει να καταβάλλει ένας ειδικός για να αντιμετωπίσει αλλά και να αντέξει τις ιδιαιτερότητες αυτής της δομής προσωπικότητας. Τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας αδυνατούν να δημιουργήσουν μια συναισθηματική σχέση με τον ψυχοθεραπευτή και, σε πολλές περιπτώσεις, χειρίζονται και τη θεραπεία, μιας και δεν μπορούν να νιώσουν ή να αντιληφθούν ως «σημαντικό» κάτι άλλο στη δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων.
Ένας δεύτερος και συναφής λόγος είναι ότι τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας δεν προσέρχονται για θεραπεία, τουλάχιστον εκούσια, και συναντώνται περισσότερο αφού πια έχουν παραβεί το νόμο, π.χ. σε φυλακές, σωφρονιστικά ιδρύματα κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι δεν έχουν κίνητρο για θεραπεία καθώς, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν ορίζουν τη συμπεριφορά τους ως πρόβλημα παρά μόνο όταν αρχίζουν να επέρχονται οι κυρώσεις του νόμου. Βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καιπολλά ψυχοπαθητικά άτομα καταφέρνουν να εκφράζουν τα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά τους μέσα σε κοινωνικά (νόμιμα) πλαίσια ασκώντας διάφορα επαγγέλματα στα οποία τα συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμα ή, μάλλον, το βασικό εργαλείο της δουλειάς τους (π.χ. υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων, επιχειρηματίες, πολιτικοί, στρατιωτικοί κ.ά.). Το σημείο αυτό απαιτεί ιδιαίτερη συζήτηση και αποτελεί έναν ιδιαίτερο προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η επιτυχία σε ορισμένους επαγγελματικούς χώρους αλλά και για το τι ακριβώς σημαίνει «επιτυχία» στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η Nancy McWilliams (1) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα άτομα με προσωπικότητα της οποίας η δομή διακρίνεται από αντικοινωνικά χαρακτηριστικά κατατάσσονται σε διαγνωστικό επίπεδο, σε ένα ευρύ φάσμα ψυχοπάθειας που περιλαμβάνει περιπτώσεις ακραία ψυχωτικών, αποδιοργανωμένων, παρορμητικών και σαδιστικών ατόμων έως περιπτώσεις ευπρεπών ατόμων που διακρίνονται για τους εκλεπτυσμένους τρόπους τους και την κοινωνική τους επιρροή. Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας αποτελεί ο Richard Chase, ο οποίος δολοφονούσε, διαμέλιζε και έπινε το αίμα των θυμάτων του, έχοντας την παραληρητική ιδέα ότι το δικό του αίμα είχε δηλητηριαστεί και ότι για να επιβιώσει χρειαζόταν το αίμα των άλλων… Παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας αποτελούν ορισμένοι χαρακτήρες όπως αυτοί που περιγράφει ο Stewart (1991) στην ανησυχητική αναφορά του σχετικά με την κακοήθεια που παρατηρείται στα υψηλότερα κλιμάκια της διαχείρισης επιχειρήσεων στην Αμερική».
Η πιο βασική έλλειψη
«Η ψυχοπαθητική οργάνωση τείνει περισσότερο προς το μεταιχμιακό-ψυχωτικό φάσμα και τούτο επειδή, εξ ορισμού, η διάγνωση της ψυχοπάθειας αναφέρεται στη βασική αποτυχία ενός ατόμου να δημιουργήσει συναισθηματικούς δεσμούς με τους συνανθρώπους του και, ταυτόχρονα, βέβαια, στη χρήση ιδιαίτερα πρωτόγονων αμυντικών μηχανισμών» (1). Όπως συμπεραίνουμε, η αδυναμία δημιουργίας συναισθηματικών δεσμών αποτελεί την πιο βασική έλλειψη καθώς οι σχέσεις ορίζουν την ουσία της ζωής, την ενέργεια που διέπει ό, τι κάνουμε, το λόγο για τον οποίο ζει κανείς και απολαμβάνει. Έτσι, η θεραπευτική διαδικασία καθίσταται επίσης δύσκολη γιατί δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια θεραπευτική σχέση, άρα δεν μπορεί να χτιστεί η βάση επάνω στην οποία ο θεραπευτής θα χτίσει την πορεία και την εξέλιξη της θεραπείας.
Πώς μπορεί να είναι αλήθεια ο κόσμος, η ζωή, για έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να δημιουργήσει συναισθηματικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους;
Αυτό καταρχήν σημαίνει ότι το άτομο, από την αρχή της ζωής του, δεν έχει συνδεθεί, ή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να συνδεθεί συναισθηματικά με τους άλλους ανθρώπους. Ή, ότι μπορεί να συνδέθηκε και το τραύμα διακοπής της συναισθηματικής σύνδεσης να ήταν τόσο ισχυρό που οι άνθρωποι (οι άλλοι) διαγράφηκαν πλέον από το πεδίο αλληλεπίδρασής του. Σε μια τέτοια διάσταση, οι άλλοι άνθρωποι μπορεί πλέον να υπάρχουν μόνο εάν έχουν κάποια χρησιμότητα για τον ίδιο, αφού τίποτα άλλο δεν μπορεί να τον συνδέσει ουσιαστικά με τους άλλους. Πράγματι, οι άλλοι αποτελούν μόνο κάτι σαν …«πιόνια» τα οποία ο ίδιος μπορεί να χειρίζεται, να σαγηνεύσει κλπ. προκειμένου να επιτύχει αυτό που θέλει. Γνωρίζει πράγματι πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να χειρίζεται τους άλλους…
Βάσει αυτού θα μπορούσε να περιγραφεί και η αίσθηση που έχει κανείς όταν συνομιλεί με άτομα με ψυχοπαθητικά στοιχεία προσωπικότητας, ότι δηλαδή «δεν νιώθουν» συναισθήματα και ότι πραγματικά δεν δονείται το συναίσθημά τους από αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, από αυτά που ακούν, από αυτά που οι άλλοι παλεύουν γύρω τους. Δεν τους νοιάζει καθόλου πραγματικά… Την αίσθηση και την εικόνα αυτή μπορούμε να την φανταστούμε με μεγαλύτερη ευκολία μεταξύ ενός δικηγόρου και του πελάτη του που ομολογεί με παγερή αδιαφορία τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Όπως όμως προαναφέρθηκε, άτομα με αντικοινωνική δομή προσωπικότητας συναντώνται και σε πολλά άλλα κοινωνικά πλαίσια στα οποία αυτή η παγερή αποστασιοποίηση βοηθά στο αντικείμενο της δουλειάς την οποία κάνουν. Για παράδειγμα, στο να «εξοντώνουν» άλλες επιχειρήσεις ή πολιτικούς αντιπάλους… Μπορεί επίσης να βοηθά έναν αστυνομικό όταν κυνηγά και χτυπά διαδηλωτές στο δρόμο για να μην συμμετέχει συναισθηματικά σε αυτό που συμβαίνει κοκ.
Μοναδική ικανότητα
Παρόλα αυτά, τα άτομα με αντικοινωνική δομή προσωπικότητας έχουν ανεπτυγμένο συναισθηματικό «ραντάρ» όσον αφορά τους άλλους και είναι καλύτεροι από το μέσο όρο στο να αντιλαμβάνονται το άγχος που νιώθει ο συνομιλητής τους και να εντοπίζουν την αδυναμία του ώστε να προβλέπουν τη συμπεριφορά του και να τον χειραγωγούν ανάλογα. Μπορούν εύκολα να ανιχνεύουν αν ο συνομιλητής τους νιώθει άγχος, φόβο ή κάποιο άλλο συναίσθημα. Έχουν μια τρομερή δεξιότητα να διαβάζουν και να ανιχνεύουν τις σκέψεις των άλλων. Οι ίδιοι το γνωρίζουν καλά αυτό αλλά το κρύβουν πίσω από την ιδιαίτερη «γοητεία» τους. Είναι γενικότερα συμπαθείς και χαριτωμένοι. Έτσι, καταφέρνουν να κερδίζουν τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη και, με αυτό τον τρόπο, να χειρίζονται τους άλλους και να παίρνουν τελικά αυτό που επιθυμούν, με κάθε τίμημα. Όπως αναφέρει ο Kevin Dutton (2), τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας διαθέτουν «…σαν έναν μαγνήτη» που γοητεύει τους άλλους, αλλά και μια ευφυία στο να κρύβονται…
Απουσία ενοχής
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της δομής προσωπικότητας είναι η απουσία ενοχής. Η Nancy McWilliams (1) αναφέρει ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στην πρωτόγονη αμυντική λειτουργία που κυριαρχεί στα άτομα με ψυχοπάθεια, που είναι ο παντοδύναμος έλεγχος. Η ανάγκη να ασκούν τη δύναμή τους στο περιβάλλον είναι κυρίαρχη και θέτει σε δευτερεύουσα θέση όλους τους άλλους στόχους τους. Έτσι «καλύπτεται» η ντροπή που βιώνουν, το ελαττωματικό υπερεγώ αλλά και η έλλειψη βασικών σχέσεων αμοιβαιότητας με άλλα άτομα. Για ένα άτομο με ψυχοπαθητικά στοιχεία προσωπικότητας «… η αξία των άλλων περιορίζεται στο επίπεδο της χρησιμότητας που έχουν για την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του πάνω τους» (1).
Μια βασική ένδειξη των προαναφερθέντων είναι ότι ένα άτομο με ψυχοπαθητικά στοιχεία προσωπικότητας δεν θα κομπάσει ιδιαίτερα να αναφερθεί σε μια εξαπάτηση που έχει καταφέρει, στο ότι ξεγέλασε τους άλλους σε μια δουλειά κ.ά. Δεν νιώθει πραγματικά καμία ντροπή και απολαμβάνει ιδιαίτερα να τον θαυμάζουν οι άλλοι για αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρεται η έκπληξη αστυνομικών υπαλλήλων όταν ένας δράστης ομολογεί, χωρίς ίχνος συναισθήματος και ντροπής, τη διάπραξη μιας ανθρωποκτονίας και τις λεπτομέρειες που την ακολούθησαν, «ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αποκρύψει τη διάπραξη μικρότερων νομικών παραβάσεων, όπως είναι οι σεξουαλικοί ψυχαναγκασμοί ή η αρπαγή χρηματικών μικροποσών από την τσάντα του θύματός του, κυρίως επειδή θεωρεί ότι τέτοια παραπτώματα αποκαλύπτουν προσωπική αδυναμία» (1). Ο Kernberg (3) αναφέρεται στην «κακοήθη αίσθηση μεγαλείου» των ατόμων με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας, την οποία διαπιστώνει κανείς σε πολλές πτυχές του τρόπου έκφρασης και της γενικότερης συμπεριφοράς. Επίσης, την βιώνει έντονα και κάθε θεραπευτής που έρχεται αντιμέτωπος με την προσπάθεια ενός αντικοινωνικού ασθενή να θριαμβεύσει σαδιστικά ενάντια στο θεραπευτή, σαμποτάροντας έτσι τη θεραπευτική διαδικασία.
Επιθετικότητα
Βιβλιογραφικά αναφέρεται η παρουσία μιας έμφυτης επιθετικότητας στα άτομα με αντικοινωνική δομή προσωπικότητας, όχι μόνο με την έννοια της υποκρυπτόμενης οργής και μανίας αλλά και ενός βιολογικού υποστρώματος, δηλαδή ενός νευρικού συστήματος το οποίο δεν διεγείρεται έτσι απλά, όπως των άλλων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στην πραγματοποίηση πολλών ερευνητικών εργασιών σχετικά με το βιολογικό υπόβαθρο και τα επίπεδα αντιδραστικότητας του αυτόνομου νευρικού συστήματος των ατόμων με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας (4) Μήπως εντοπίζεται κάποια διαφοροποίηση σε επίπεδο εγκεφαλικής δομής και λειτουργίας το οποίο δικαιολογεί τα υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής και αρπακτικής επιθετικότητας που εκδηλώνουν (5); Σε αυτό το άρθρο δεν θα επεκταθούμε περισσότερο σε αυτό το θέμα. Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός εργασιών και προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι γεγονός ότι στα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας συναντάμε ένα υψηλό επίπεδο ανάγκης διέγερσης, σαν να θέλουν πάντα κάτι πιο έντονο για να διεγερθούν, να ευχαριστηθούν, να ικανοποιηθούν και, είναι χαρακτηριστικό, ότι εύκολα βαριούνται. Για παράδειγμα, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ικανοποίηση με τη θέα ενός ωραίου τοπίου, την ακρόαση καλής μουσικής κοκ., τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας μπορεί να έχουν ανάγκη από κάτι πολύ πιο έντονο, και πιο έντονο κάθε φορά, προκειμένου να νιώσουν ευχαρίστηση και ενδιαφέρον για αυτό που συμβαίνει. Σαν να νιώθουν μια εσωτερική πίεση για δράση, ίσως και για περιπέτεια.
Αμυντικοί μηχανισμοί
Όπως προαναφέρθηκε, ο παντοδύναμος έλεγχος αποτελεί μια πρωτόγονη αμυντική διεργασία που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα αυτή τη δομή προσωπικότητας. Η αίσθηση ότι είναι ικανοί να χειριστούν και να διαχειριστούν τους άλλους και ότι οποιαδήποτε πράξη, σκέψη κλπ. που συμβαίνει στους ίδιους ή και στους άλλους ανθρώπους είναι αποκλειστική απόρροια της απόλυτος ισχύος τους. Η βασική ενασχόληση αλλά και ευχαρίστησή τους είναι «να τη φέρουν» στους άλλους (6).
Η προβλητική ταύτιση στους ψυχοπαθητικούς ασθενείς σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την πρωτόγονη αμυντική διεργασία, αλλά και με τη δυσκολία που έχουν οι ίδιοι να εκφράσουν με λόγια τα συναισθήματά τους. Έτσι κάνουν τους άλλους να νιώσουν αυτό που βιώνουν, αφού δεν μπορούν οι ίδιοι να το εκφράσουν. Στη θεραπεία επίσης ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να πιάσει τον εαυτό του να αρχίζει να τα σκέφτεται όλα λογικά, πρακτικά, και ότι η δουλειά που κάνει είναι ένα χαζό και άχρηστο πράγμα για το οποίο ο θεραπευόμενος γνωρίζει καλύτερα και, πάντα, κάτι πιο «έξυπνο» που μπορεί να κάνει για να θεραπευτεί.
Η διάσχιση αποτελεί μια αμυντική διεργασία που δεν θα μπορούσαμε να μην την συναντήσουμε στα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας. Η διάσχιση συμβαίνει όταν ένα άτομο βιώνει ένα τόσο τραυματικό γεγονός και τα συναισθήματά του είναι τόσο δύσκολα διαπραγματεύσιμα που η εμπειρία αυτή «αποκόβεται» από το συνειδητό του κομμάτι. Πράγματι, τα άτομα με αυτή τη δομή προσωπικότητας έχουν συνήθως βιώσει ένα αρκετά τραυματικό και χαοτικό περιβάλλον από το οποίο μόνο έτσι θα μπορούσαν να έχουν επιβιώσουν ψυχικά.
Η εκδραμάτιση συνδέεται αναμφίβολα με την ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας αφενός γιατί τα ψυχοπαθητικά άτομα έχουν μεγάλη δυσκολία να εκφράζουν αυτό που νιώθουν και προβαίνουν άμεσα σε πράξεις. Αφετέρου γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τα ψυχοπαθητικά άτομα «… χαρακτηρίζονται από μια εσωτερική τάση για δράση όταν κάτι τους διεγείρει ή τους αναστατώνει» (1).
Διαγνωστική αξιολόγηση
DSM-IV-TR
Τα κριτήρια που θέτει το επίσημο διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-IV-TR (7) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας είναι τα εξής:
α. Παρατηρείται περιφρόνηση και παραβίαση των δικαιωμάτων των άλλων από την ηλικία των 15 ετών, όπως φαίνεται και από τρία (ή περισσότερα) από τα παρακάτω κριτήρια αξιολόγησης:
– Αδυναμία συμμόρφωσης σε κοινωνικούς θεσμούς και κανόνες αναφορικά με σύννομη συμπεριφορά, όπως φαίνεται και από επαναλαμβανόμενες πράξεις που αποτελούν αιτία για σύλληψη.
– Εξαπάτηση, όπως φαίνεται από τα επανειλημμένα ψέματα, τη χρήση πλαστών ονομάτων ή την εξαπάτηση άλλων ατόμων για προσωπικό κέρδος ή ευχαρίστηση.
– Παρορμητικότητα ή αδυναμία να σχεδιαστεί κάτι εκ των προτέρων.
– Ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, όπως παρατηρείται σε συγκρούσεις στις οποίες το άτομο εμπλέκεται και έρχεται στα χέρια ή βιαιοπραγεί.
– Απερίσκεπτη περιφρόνηση της ασφάλειας του εαυτού ή των άλλων.
– Εκδήλωση ασυνέπειας σε σταθερή βάση. Για παράδειγμα, αδυναμία διατήρησης μιας σταθερής εργασιακής σχέσης και συμπεριφοράς, αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων.
-Απουσία ενοχής, όπως φαίνεται στην αδιαφορία ή εκλογίκευση ότι πλήγωσε, κακομεταχειρίστηκε ή έκλεψε κάποιον άλλο.
β. Το άτομο είναι τουλάχιστον ηλικίας 18 ετών.
γ. Υπάρχουν ενδείξεις για Διαταραχή της Συμπεριφοράς από την ηλικία των 15 ετών.
δ. Η αντικοινωνική συμπεριφορά δεν έχει εκδηλωθεί αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μανιακού επεισοδίου ή σχιζοφρένειας.
PCL-R (Psychopathy Checklist-Revised)
Βιβλιογραφικά αναφέρεται και η ευρεία χρήση του PCL-R (Psychopathy Checklist-Revised), ενός πιο πρακτικού εργαλείου διαγνωστικής αξιολόγησης το οποίο χρησιμοποιεί ερωτηματολόγια και λίστες ελέγχου προκειμένου να αξιολογηθούν και να καθοριστούν τα ψυχοπαθητικά στοιχεία της προσωπικότητας (8, 9, 10).
Το PCL-R αξιολογεί τέσσερις παράγοντες που υποδεικνύουν ψυχοπαθητικά στοιχεία προσωπικότητας:
1. Τον διαπροσωπικό παράγοντα: ένα αλαζονικό και με τάση για εξαπάτηση στυλ διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης, π.χ. μεγαλομανία ή χειριστικός τρόπος ελέγχου των άλλων μέσω του εκφοβισμού και της εξαπάτησης.
2. Τον συναισθηματικό παράγοντα: ανεπαρκής ικανότητα συναισθηματικής σύνδεσης με τους άλλους. Έλλειψη ευαισθησίας και αδιαφορία για οποιοδήποτε κακό προκαλεί στους άλλους, σκληρότητα/ ανηλεής συμπεριφορά, έλλειψη μεταμέλειας, συναισθηματική αστάθεια και ψυχρότητα.
3. Τον τρόπο ζωής: παρορμητικό, ανεύθυνο στυλ ζωής, παρορμητικές αποφάσεις, μη ρεαλιστικός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Αμέλεια των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων, κατ’ επανάληψη ανεύθυνες επιλογές.
4. Την αντικοινωνικότητα: παραβίαση κανόνων και περιοριστικών όρων κατ’ επανάληψη, σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία, αντικοινωνική συμπεριφορά και παραβατικότητα στην εφηβεία, συμπεριφορές εκφοβισμού όπως, για παράδειγμα, η λεκτική κακοποίηση ή η σωματική βία, η παραβίαση περιοριστικών όρων.
Το PCL-R είναι ένα αξιόπιστο και έγκυρο διαγνωστικό εργαλείο αξιολόγησης στοιχείων ψυχοπαθητικότητας. Η ένσταση που υφίσταται σχετικά με τη χρήση του είναι όταν χρησιμοποιείται και για δικονομικούς λόγους προκειμένου να αποδειχθεί, για παράδειγμα, για έναν κατηγορούμενο η πιθανότητα εκδήλωσης προβλημάτων συμπεριφοράς και στο μέλλον. Παράλληλα, σε ερωτηματολόγια και λίστες ελέγχου δεν είναι δυνατόν εξ ορισμού να συμπεριληφθεί μια πιο δυναμική και εξελικτική άποψη της ψυχοπαθητικότητας ή των στοιχείων εκείνων που αλλάζουν ή μεταβάλλονται με το χρόνο και τα οποία αποτελούν και το βασικό σημείο δουλειάς σε μια ψυχοθεραπεία (11).
Αίτια
Τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας συνήθως εκδηλώνουν προβλήματα συμπεριφοράς και επιθετικότητας από την εφηβεία, πριν ακόμη από την ηλικία των 15 ετών. Μπορεί να προκαλούν φασαρίες στο σχολείο, να εκδηλώνουν επιθετικότητα προς ανθρώπους και ζώα, να εμπλέκονται σε καταστροφή ιδιοκτησίας, εξαπάτηση ή κλοπές, σοβαρή παραβίαση κανόνων. Στην ενήλικη ζωή τους αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς συνεχίζεται με διάφορους τρόπους, π.χ. παρακινδυνευμένη συμπεριφορά, παραμέληση της οικογένειας, αλκοολισμό, παράνομες πράξεις κοκ.
Πώς διαπλάθεται όμως μια τέτοια προσωπικότητα; Μπορούμε να αναφέρουμε τρεις τουλάχιστον τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας:
-Συνήθως τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον χαοτικό και ανασφαλές, στο οποίο δεν παρέχεται ασφάλεια. Ουσιαστικά, ένα περιβάλλον στερητικό αγάπης και ασταθές. Δεν υπάρχουν όρια και κανόνες αλλά, κυρίως,δεν υπάρχει αναγνώριση των φυσιολογικών συναισθηματικών αναγκών και εκδηλώσεων. Μάλλον, η συναισθηματική έκφραση αποτελεί ένδειξη αδυναμίας και ευάλωτης προσωπικότητας. Επικρατεί μια αίσθηση διαφθοράς με την έννοια ότι όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή χωρίς λογική εξήγηση και, κυρίως, χωρίς συνέπειες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί επίσης να έχουν βιωθεί μετακινήσεις, σημαντικές απώλειες και οικογενειακοί χωρισμοί.
–Οι γονείς επενδύουν και ενισχύουν την ισχύ του παιδιού τους και του στέλνουν διαρκώς μηνύματα ότι κανείς δεν θα πρέπει να μπορεί να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμά του να ασκεί την κυριαρχία του στους άλλους. Αυτές είναι οι περιπτώσεις γονιών που θυμώνουν όταν για παράδειγμα ένας δάσκαλος ή κάποιος άλλος γονιός επιπλήττει ή τιμωρεί το παιδί τους. Ουσιαστικά οι γονείς αυτοί ταυτίζονται με την ανυπακοή του παιδιού τους και εκδραματίζουν την προσωπική τους εχθρότητα προς την εξουσία (1).
–Μέσω ταύτισης: το παιδί ταυτίζεται με έναν γονέα ο οποίος είναι απατεώνας ή διεφθαρμένος και μιμείται αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς.
Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί ότι η σοβαρότητα της κατάστασης είναι μεγαλύτερη και η πρόγνωση χειρότερη στην πρώτη περίπτωση στην οποία το παιδί δεν έχει καταφέρει καν να συνδεθεί και να δημιουργήσει τους πρώτους βασικούς δεσμούς της ζωής του.
Θεραπεία
Το ζήτημα της θεραπείας των ατόμων με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητας διεγείρει πολλά ερωτηματικά και, δυστυχώς, δεν είναι αρκετές οι βιβλιογραφικές πηγές στις οποίες μπορεί να ανατρέξει κανείς.
Η βασική δυσκολία έγκειται ουσιαστικά στο ότι ο θεραπευτής δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά μέσω της αντανάκλασης των συναισθημάτων του ασθενή. Όπως προαναφέρθηκε, η αδυναμία δημιουργίας συναισθηματικών δεσμών αποτελεί την πιο βασική έλλειψη στα άτομα με αντικοινωνικά στοιχεία προσωπικότητας. Έτσι, η θεραπευτική διαδικασία καθίσταται δύσκολη γιατί δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια θεραπευτική σχέση, άρα δεν μπορεί να χτιστεί η βάση επάνω στην οποία ο θεραπευτής θα χτίσει την πορεία και την εξέλιξη της θεραπείας.
«Η βασική μεταβίβαση ενός ψυχοπαθούς ατόμου στο θεραπευτή του είναι μια προβολή της εσωτερικής του αρπακτικής διάθεσης και εκφράζεται με την πεποίθηση ότι ο κλινικός σκοπεύει να εκμεταλλευτεί τον ασθενή για εγωιστικούς σκοπούς. Επειδή έχει στερηθεί κάθε συναισθηματική εμπειρία που είναι σχετική με την αγάπη και την ενσυναίσθηση, ο αντικοινωνικός ασθενής δεν μπορεί να καταλάβει το ενδιαφέρον που δείχνει ο θεραπευτής και θα προσπαθήσει να ανακαλύψει το «δόλωμα» που κρύβεται σε αυτό. Εάν ένας αντικοινωνικός ασθενής έχει λόγο να πιστεύει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί το θεραπευτή του για την προαγωγή των προσωπικών του συμφερόντων, όπως, για παράδειγμα, με τη σύνταξη από το θεραπευτή μιας θετικής αναφοράς προς το δικαστή ή τον υπεύθυνο επόπτη, τότε θα προσπαθήσει να φανεί πολύ συμπαθητικός, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε ένας άπειρος θεραπευτής είναι πιθανό να ξεγελαστεί» (1).
Η πιο συνήθης αντιμεταβίβαση ενός θεραπευτή στις προσπάθειες του ασθενή να τον χειριστεί και να τον εκμεταλλευτεί είναι ένα ξάφνιασμα και η αίσθηση ότι καταλύεται η ταυτότητά του και η έννοια της παροχής βοήθειας που μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία (1). Πολλοί θεραπευτές μπορεί να νιώσουν εδώ την ανάγκη να ορίσουν και να διευκρινίσουν το σκοπό της θεραπείας, που δεν είναι άλλος από την παροχή βοήθειας. Το σημείο αυτό μπορεί να αποτελεί και μια παγίδα για τη θεραπεία καθώς, όπως προαναφέρθηκε, αυτή δεν είναι η «γλώσσα» που κατανοεί ο ασθενής. Ο ασθενής με ψυχοπαθητική παθολογία δεν κατανοεί την έννοια της ενσυναίσθησης.
Τα όρια και η σταθερότητα του πλαισίου είναι πολύ σημαντικά. Είναι σημαντικό να μην αλλάζει τίποτα από αυτά που έχουν συμφωνηθεί, οριστεί, υποσχεθεί κλπ. και είναι καθοριστική η αδιάφθορη στάση τόσο του θεραπευτή όσο και του πλαισίου της θεραπείας. Ο θεραπευτής πρέπει να είναι πάντα ειλικρινής, να τηρεί ό, τι λέει, ακόμη και την τιμωρητική συμπεριφορά του, να μιλά ευθέως, να τηρεί τις υποσχέσεις του, να είναι σταθερός στις απειλές που βάζει και να εστιάζει συνεχώς στην πραγματικότητα (1).
Πολλά ζητήματα εγείρουν σημαντικές δυσκολίες, κυρίως η έκφραση μίσους εκ μέρους του θεραπευόμενου που έρχεται φυσικά να εκφραστεί και στο πρόσωπο του θεραπευτή. Πολλοί θεραπευτές αναφέρουν το ψυχρό και άσπλαχνο βλέμμα του ασθενή και την παγερή αδιαφορία που τον χαρακτηρίζει. Όλα αυτά όμως αποτελούν αφενός ένα είδος συναισθηματικής σύνδεσης αλλά, κυρίως, αποτελούν και ένα τρόπο με τον οποίο μπορούμε εμείς, ως θεραπευτές, να νιώσουμε πώς πραγματικά νιώθει και τι έχει βιώσει ένα άτομο με αυτό το ιστορικό.
Το θέμα της δυνατότητας θεραπείας των ψυχοπαθητικών ατόμων έχει τεθεί βιβλιογραφικά και έχει συζητηθεί εκτεταμένα. Συχνά αναφέρονται αποτελέσματα και συμπεράσματα σχετικά με τη δυνατότητα ή μη θεραπείας ή ότι τα άτομα αυτής της διαγνωστικής κατηγορίας δεν είναι κατάλληλα για θεραπεία. Σημαντικός αριθμός ερευνητών της δικονομικής ψυχολογίας έχουν αναφέρει σε ερευνητικές μελέτες ότι η ψυχοπαθητική παθολογία δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά (Cleckley 1982, Strassburger 1986). Έχει επίσης αναφερθεί ότι μπορεί να γίνουν πιο επικίνδυνοι μετά από τη θεραπεία (Rice et al, 1992). Όπως προαναφέρθηκε υπάρχουν κάποιοι λόγοι για τους οποίους μπορεί να συντρέχει μια τέτοια δυναμική, παρόλα αυτά ο Μeloy (5) εξηγεί στο σημείο αυτό και το φαινόμενο του θεραπευτικού μηδενισμού βάσει του οποίου η θεραπευτική κοινότητα κάνει στον ψυχοπαθητικό ασθενή αυτό που κάνει και ο ίδιος: «Η παθολογία της συμπεριφοράς ενός ψυχοπαθούς, που συνίσταται στην υποτίμηση και την ταπείνωση των άλλων, ενσωματώνεται αρμονικά στην ταυτότητα του κλινικού, ο οποίος κάνει στον ασθενή του αυτά που ο κλινικός αντιλαμβάνεται ότι ο ψυχοπαθής κάνει στους άλλους». (5)
Πιο πρόσφατα ερευνητικά υποστηρίζουν τη δυνατότητα θεραπείας των ατόμων με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά (Salekin, 2002 (18), D’Silva et al, 2004 (19), Skeem et al, 2002 (20), Caldwell et al, 2006 (21), Harris & Rice, 2006 (22)).
Συνοψίζοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε τη σημασία της ψυχοδυναμικής κατανόησης και θεώρησης γενικότερα των αιτιών της ψυχοπαθητικότητας αλλά και της αντιμετώπισής της. Με άλλα λόγια, προέχει η γνώση του πώς διαμορφώνεται και εξελίσσεται ένα άτομο με αυτά τη δομή προσωπικότητας. Πέρα από αυτό, η δυνατότητα θεραπείας εξατομικεύεται και τίθενται μικρότεροι στόχοι ή βήματα που μπορούν να επιτυγχάνονται κάθε φορά. Και το πιο μικρό βήμα ή οριοθέτηση είναι σημαντικά.
«Χωρίς άτομα με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, θα χάσουμε πολλούς ηγέτες και ήρωες…» (2)
«Χωρίς άτομα με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, θα χάσουμε πολλούς ηγέτες και ήρωες. Η κοινωνία έχει πάντα ανάγκη από ριψοκίνδυνα άτομα, με το χάρισμα της γοητείας, με ψυχική αντοχή, σκληρότητα στη λήψη αποφάσεων και ικανότητα συναισθηματικής αποστασιοποίησης» (2).
Στο σημείο αυτό ερχόμαστε σε μια διαφορετική οπτική του θέματος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως όσον αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχοπαθητικής δομής προσωπικότητας. Η οπτική αυτή θίγει και άλλες πλευρές του ζητήματος το οποίο εξετάζουμε. Παραθέτουμε και άλλα αποσπάσματα από τη βιβλιογραφία που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
-«Για να ευδοκιμήσει μια κοινωνία χρειάζεται ένα ποσοστό ψυχοπαθητικών ατόμων, περίπου 10%. Το συναισθηματικά ανεξάρτητο μυαλό τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο, για παράδειγμα, στην εξουδετέρωση βομβών, αλλά και η ικανότητα να διαισθάνονται το άγχος των άλλων αποδεικνύεται χρήσιμη σε επαγγέλματα όπως, για παράδειγμα, των τελωνειακών υπαλλήλων» (2).
-Ο Dutton παραθέτει επίσης ένα αρκετά αμφιλεγόμενο ζήτημα: «Η κοινωνία μας συνολικά είναι πιο «ψυχοπαθητική» από ποτέ: τα ψυχοπαθητικά άτομα τείνουν να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να μην νιώθουν φόβο, να είναι χαρισματικά, ανηλεή και εστιασμένα σε αυτό που θέλουν να επιτύχουν – στοιχεία προσωπικότητας τα οποία ουσιαστικά αποτελούν τη βασική συνταγή επιτυχίας στον 21ο αιώνα» (2).
-«Ο Dutton στηρίζεται σε μια μελέτη του 2005, στην οποία τα προφίλ των ηγετών επιχειρήσεων σε σύγκριση με εκείνα των νοσηλευόμενων εγκληματιών αποκαλύπτουν ότι ένας μεγάλος αριθμός των χαρακτηριστικών των ψυχοπαθών συναντάται αναμφισβήτητα πιο συχνά σε αίθουσες συνεδριάσεων από ό, τι σε κελιά φυλακής. Η επιφανειακή γοητεία, ο εγωκεντρισμός, η ανεξαρτησία ενεργειών και η περιορισμένη συναισθηματική εμπλοκή χαρακτηρίζει εξίσου επιτυχημένους καριερίστες και εγκληματίες» (2).
Όπως συμπεραίνουμε από τις παραπάνω αναφορές, τα άτομα με ψυχοπαθητική δομή προσωπικότητα, παραδόξως, μπορεί να αποτελούν και την προσωπικότητα-πρότυπο ή, ακόμη, και τη συνταγή επιτυχίας στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι και το σημείο το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, όταν δηλαδή η ψυχοπαθολογία αρχίζει και αποτελεί πρότυπο και τα παθολογικά χαρακτηριστικά τείνουν να γίνουν αξίες μιας ομάδας ή μιας κοινωνίας. Όταν αρχίζουμε και θαυμάζουμε ανθρώπους με αυτά τα χαρακτηριστικά, με επιφανειακή γοητεία, εγωκεντρισμό, περιορισμένη συναισθηματική εμπλοκή κοκ. και τους θεωρούμε επιτυχημένους.
Συνοψίζοντας, η τοποθέτηση αυτού του άρθρου είναι ότι, όσον αφορά την ψυχική υγεία, είναι σημαντικό σε μια κοινωνία καταρχήν να μην διαπλάθονται άτομα με αυτή τη δομή προσωπικότητας και οι θεσμοί να μπορούν να το προλαμβάνουν αυτό. Είναι σημαντικό να προλαμβάνουμε τις συνθήκες εκείνες που «γεννούν» την ψυχοπαθολογία. Πάντα όμως, δυστυχώς, θα υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα χαοτικά, χωρίς όρια και αξίες, ή με γονείς που έχουν οι ίδιοι ιδιαίτερα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Δυστυχώς, είναι δύσκολο να προβλεφτούν και να προληφθούν όλα. Άπαξ όμως και δημιουργηθούν αυτές οι προσωπικότητες είναι βέβαια καλύτερο η επιθετικότητα και η αντικοινωνικότητά τους να διοχετεύονται ή να «μετουσιώνονται» σε μια δεξιότητα ή σε ένα επάγγελμα παρά σε εγκληματικές ενέργειες και βία. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να διοχετεύονται επίσης σε αθλητικές ή άλλες σχετικές δραστηριότητες (π.χ. extreme sports). Με πιο απλά λόγια, είναι σίγουρα καλύτερο να διαπληκτίζεται, να βιαιοπραγεί ή και να σκοτώνει κανείς, για παράδειγμα, άλλες επιχειρήσεις από το να σκοτώνει ή να κλέβει αθώους συμπολίτες του.
Βιβλιογραφία
1. Nancy McWilliams (2000), Ψυχαναλυτική Διάγνωση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
2. Kevin Dutton (2012), The Wisdom of Psychopaths. What Saints, Spies, and Serial Killers Can Teach Us About Success, Scientific American/ Farrar, Straus & Giroux, New York.
3. Kernberg O.F. (1984). Severe personality disorders. Psychotherapeutic strategies. New Haven: Yale University Press.
4. Meloy J.R. (2002). The Psychopathic Mind, Rowman & Littlefield Publishers Inc.
5. Meloy J.R. (1988). The Psychopathic Mind: Origins, dynamics and treatment, Northvale, NJ: Jason Aronson.
6. Bursten B. (1973). The Manipulator: A psychoanalytic view, New Haven: Yale University Press.
7. DSM-IV-TR. DIAGNOSTIC AND STATISTICAL MANUAL OF MENTAL DISORDERS. The American Psychiatric Association, Washington, DC, 1987.
8. Hare R.D. (1999). Without Conscience: Τhe Disturbing World of the Psychopaths. London: Guilford Press.
9. Hare R.D. (2003). The Psychopathy Checklist-Revised, Second Edition, Toronto: Multi-Health Systems.
10. Hare R.D. & Neumann C.N. (2006). The PCL-R assessment of psychopathy: development, structural properties and new directions. In Patrick C. (Ed), Handbook of Psychopathy, New York: Guilford.
11. Van den Berg A. (Anne) & Oei T.I. (Karel) (2009): Attachment and psychopathy in forensic patients. Mental Health Review Journal, vol. 14, no. 3, p. 40-51.
12. Loeb J. & Mednick S.A. (1977). A prospective study of predictors of criminality: Three electrodermal response patterns. In S.A. Mednick & K.O. Christiansen (Eds.), Biosocial bases of criminal behaviour (pp. 245-254), New York: Gardner.
13. Forth, A.E., & Book, A.S. (2006). Psychopathy in youth: A viable construct? In H. Hervé & J. Yuille, J. Psychopathy: Theory, research, and social implications, Erlbaum.
14. Holden R.R. & Book A.S. (2010). Faking does distort self-report personality assessment. In R. Roberts, M. Zeigler & C. MacCann (Eds.). New Perspectives on Faking in Personality Assessments, Oxford University Press.
15. Wheeler S., Book A., & Costello K. (2009). Psychopathic traits and perceptions of victim vulnerability. Criminal Justice and Behavior, 36, 635-648.
16. Book, A.S., Quinsey, V.L. & Langford D. (2007). Psychopathy and perception of affect and vulnerability. Criminal Justice and Behavior, 34, 531-544.
17. Book, A.S. & Quinsey, V.L. (2004). Psychopaths: Cheaters or Warrior- Hawks? Personality and Individual Differences, 36, 33-45.
18. Salekin R. (2002). Psychopathy and therapeutic pessimism. Clinical lore or clinical reality. Clinical Psychology Review, 22, 79-112.
19. D’ Silva K., Duggan C. & McCarthy L. (2004). Does treatment really make psychopaths worse? A review of the evidence. Journal of Personality, 18, 163-177.
20. Skeem J.L., Monahan J. & Mulvey E.P. (2002). Psychopathy, treatment involvement and subsequent violence among civil psychiatric patients. Law and Human Behavior, 26, 577-603.
21. Caldwell M., Skeem J., Salekin R. & Van Rybroek G. (2006). Treatment response of adolescent offenders with psychopathy features, Criminal Justice and Behavior, 33, 571-596.
22. Harris G.T. & Rice MJE (2006). Treatment of psychopathy. Α review of empirical findings. In Patrick C. (Ed.), Handbook of Psychopathy, New York: Guilford.
23. http://www.fbi.gov/stats-services/publications/law-enforcement-bulletin/july-2012/psychopathy-an-important-forensic-concept-for-the-21st-century
24. Akhtar S. (1992). Broken Structures: Severe personality disorders and their treatment, Northvale, NJ: Jason Aronson.
24. Andrews D.A., James Bonta (2003). The Psychology of Criminal Conduct, Fifth ed., Matthew Bender & Company Inc., NJ.