content

«ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ… »
Η χρήση της «ιστορίας» στη δραματοθεραπεία ως μέσο πρόληψης στην ψυχική υγεία του παιδιού

02.04.2016 |
02.04.2016
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

 «Είναι εύκολο να ξεχάσουμε πόσο μυστηριώδεις και ισχυρές είναι οι ιστορίες. Κάνουν τη δουλειά τους σιωπηλά, αόρατα. Δουλεύουν με όλο το εσωτερικό υλικό του μυαλού και του εαυτού. Γίνονται κομμάτι σου ενώ παράλληλα σε αλλάζουν. Να προσέχεις τις ιστορίες που διαβάζεις ή αφηγείσαι: διακριτικά, μέσα στη νύχτα, κάτω από τα επίπεδα συνειδητότητας, αλλάζουν τον κόσμο σου». Ben Okri, Birds of Heaven (1996) (1).

Οι ιστορίες (οι μύθοι, τα παραμύθια κ.ά.) αποτελούν από την αρχή της ανθρωπότητας έναν τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Παράλληλα, αποτελούν φορείς συμβολικού λόγου και λειτουργούν στο συλλογικό ασυνείδητο. Φέρουν αδιάσειστα στοιχεία του πολιτισμού και της ιστορίας και ως εκ τούτου αποτελούν μέρος της ταυτότητας και της εξέλιξής μας. Για τους λόγους αυτούς, οι ιστορίες και η ανάγνωση ή η αφήγησή τους συμβάλλουν καθοριστικά σε σημαντικές πτυχές της ανάπτυξης του ανθρώπου: (2).

-Διέγερση της φαντασίας: οι ιστορίες μιλούν μέσα από εικόνες που εμπεριέχουν το παράδοξο του δυνατού και του αδύνατου, του πιθανού και του επιθυμητού (3). Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη σημερινή εποχή,στην οποία η έλλειψη εικόνων είναι έντονη υποδεικνύοντας κυρίως την αδυναμία δημιουργίας εικόνων από το «εσωτερικό» μάτι, της ψυχής.

-Νοηματοδότηση/ κατανόηση: οι άνθρωποι λένε ιστορίες ως έναν τρόπο νοηματοδότησης και κατανόησης του κόσμου γύρω τους. Ο αφηγητής αλλά και οι ακροατές του συνδέονται με ένα διαφορετικό τρόπο και συμμετέχουν σε μια εμπειρία που τους συνδέει διαφορετικά με την οικογένεια, τη φυλή, την εθνικότητα, το παρόν και το παρελθόν, την κατεύθυνση προς το μέλλον.

-Ενημέρωση, εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση

-Παρουσίαση & διδασκαλία κανόνων και αξιών

-Χτίσιμο/ εμπλουτισμό εμπειριών

-Διευκόλυνση επίλυσης προβλημάτων και γνωριμία τεχνικών που απαιτούνται γι’ αυτό.

-Αλλαγή & θεραπεία

-Επεξήγηση και ερμηνεία όπου η συνήθης γνώση και έρευνα αποτυγχάνει.

-Ψυχαγωγία/ απελευθερωτική επίδραση

-Μύηση/ παρότρυνση

 

«Ο καθένας από εμάς, λέγοντας μια ιστορία, γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του ως κάποιον που έχει φωνή που αξίζει να ακούσουμε, ως κάποιον που μπορεί να ακουστεί και να γίνει κατανοητός» (3).

«Κάθε φορά που λέμε μια ιστορία συνεχίζουμε την πορεία δημιουργίας του κόσμου» (3).

«Οι ιστορίες μας υπενθυμίζουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε όλη τη διάσταση της πολυπλοκότητας, της διαφορετικότητας και της ποικιλομορφίας μας» (4).

 

Αφηγητής και αφηγούμενος
Κάθε ιστορία δημιουργείται εκ νέου και αναπλάθεται μέσα στο πεδίο αλληλεπίδρασης αφηγητή και αφηγούμενου. Για το λόγο αυτό μια ιστορία δεν είναι ποτέ η ίδια. Πρόκειται πάντα για τη συγκεκριμένη ιστορία που «μοιράζονται» εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ο αφηγητής και ο αφηγούμενος.

Μεταξύ αφηγητή και αφηγούμενου δημιουργείται ένας «ενδιάμεσος» χώρος ο οποίος διαμορφώνεται από πολλές παραμέτρους όπως είναι, για παράδειγμα, η συναισθηματική διάθεση των δύο, το κίνητρό τους, οι άμυνες που έχουν διακινηθεί, η σχέση μεταξύ τους κ.ά. Η στιγμή της ιστορίας όμως είναι η στιγμή της αλληλεπίδρασης και της συνύπαρξής τους. Το γεγονός ότι σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «μοιράζονται» το ίδιο πολύτιμο συμβολικό υλικό καθιστά τη στιγμή αυτή μοναδική και πολύτιμη και το δεσμό που δημιουργείται μεταξύ τους πολύ ισχυρό.

«Η δύναμη μιας ιστορίας πηγάζει ουσιαστικά από το κατά πόσο ο αφηγητής και ο αφηγούμενος επενδύουν στη συσχέτιση που υφίσταται μεταξύ του υλικού που φέρει η ιστορία και της πραγματικής εμπειρίας και ερμηνείας της ζωής τους» (3).

 

Οι ιστορίες και η δραματοθεραπεία

«Οι ιστορίες είναι σαν ένα σεντούκι γεμάτο από σύμβολα, σημάδια και οιωνούς, εικόνες και μεταφορές…» (5)

-Η δραματοθεραπεία, έχοντας ως βασικό της στοιχείο την έννοια της μεταφοράς, χρησιμοποιεί τις ιστορίες, τα παραμύθια και τους μύθους ως πεδίο προβολών παρέχοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα επεξεργασίας ψυχικού υλικού μέσα από δημιουργικούς και παιγνιώδεις τρόπους. Η χρήση της «ιστορίας» ως μέσο δραματικής προβολής μπορεί να πάρει πολλές μορφές: επεξεργασία, δημιουργία, αφήγηση, δραματοποίηση κ.ά.

-Παράλληλα, οι ιστορίες, με τη βοήθεια της δραματοθεραπείας, καθίστανται πεδίο ανάπτυξης και διερεύνησης εναλλακτικών απόψεων και επεξεργασίας ενδοψυχικών συγκρούσεων.

-Στη δραματοθεραπευτική τεχνική οι ιστορίες βοηθούν στη δημιουργία, εμπέδωση και ενδυνάμωση της θεραπευτικής σχέσης η οποία μετατρέπεται πια σε σχέση αφηγητή και αφηγούμενου.

 

Πώς νιώθει ένα παιδί όταν ακούει μια ιστορία;

Όταν ένα παιδί ακούει μια ιστορία εισέρχεται στον κόσμο της φαντασίας, γεγονός το οποίο σηματοδοτεί αυτόματα την είσοδο και την αποδοχή του στον κόσμο του επιτρεπτού, του παιγνιώδους, του χαλαρού, και τοποθετείται εκ νέου μέσα σε αυτόν. Με άλλα λόγια εισέρχεται σε έναν νέο κόσμο, μια νέα πραγματικότητα στην οποία όμως μπορεί να «σκηνοθετήσει» τη δική του πραγματικότητα βάσει των ηρώων και της πλοκής της ιστορίας που εξελίσσεται εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός αυτό καθαυτό του παρέχει μια αίσθηση δύναμης αλλά και μια νέα δυνατότητα σκηνοθεσίας των πραγμάτων έτσι όπως εκείνο επιθυμεί τη δεδομένη χρονική στιγμή και με τον τρόπο που εκφράζει τη δική του πραγματικότητα. Παράλληλα προβάλλει, μέσα από τα στοιχεία της ιστορίας, το δικό του ψυχικό υλικό, δηλαδή τις φαντασιώσεις, τις ενδοψυχικές συγκρούσεις, τις επιθυμίες του που βρίσκουν όμως έτσι μια σημαντική διέξοδο έκφρασης και επαναδιαπραγμάτευσης.

 

Οι ιστορίες και τα παιδιά

Στις ιστορίες όλα λειτουργούν μέσα από την ασφάλεια των συμβόλων και της μεταφοράς. Τίποτα δεν είναι «αλήθεια»… είναι όλα «σαν να …»! Στο σημείο αυτό καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές οι τεχνικές της δραματοθεραπείας και ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζονται τη δυναμική και την πλοκή κάθε ιστορίας καθώς παρέχουν την ασφάλεια της δραματουργικής απόστασης ως έναν σημαντικό τρόπο δουλειάς. Ένα συναίσθημα, μια εσωτερική σύγκρουση, ένα πρόβλημα που απασχολεί το παιδί μπορεί να «προβληθεί», για παράδειγμα, σε ένα αντικείμενο, με το οποίο θα παίξει ή να γίνει ένας ρόλος με συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας και χαρακτηριστικά. Στην απόσταση αυτή όμως, τη δραματουργική, τα συναισθήματα και τα προβλήματα δεν βιώνονται τόσο έντονα και, παράλληλα, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα χωρίς να μεσολαβεί η άμεση συνειδητοποίησή τους. Με τον τρόπο αυτό βρίσκουν πιο ασφαλή έκφραση υπαρξιακά άγχη, αγωνίες κ.ά.

Εκπαιδευτικά/ Παιδαγωγικά οφέλη
Μέσω αυτής της διαδικασίας το παιδί ενδυναμώνει και εξασκεί τη φαντασία του και δημιουργεί νέες εικόνες. Η ανάπτυξη της φαντασίας συντελεί σε πολλά οφέλη: εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά (γλωσσικά, δεξιότητες αντίληψης κλπ.). Οι συμβολισμοί και οι μεταφορές συμβάλλουν στην κατανόηση σύνθετων και πολύπλοκων θεμάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, η φιλία, η οικογένεια, ο αποχωρισμός και ο θάνατος (6, 7, 8). Τα εκπαιδευτικά/ παιδαγωγικά οφέλη είναι πολλά γιατί οι μύθοι, οι ιστορίες, τα παραμύθια κλπ. αποτελούν φορείς αρχετυπικού υλικού, λαϊκών παραδόσεων και εθίμων της ιστορίας όλου του τόπου. Μέσα από τις ιστορίες τα παιδιά εκτίθενται σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια και ενισχύεται η πολιτισμική τους ευαισθησία και η ανάπτυξη μιας διαπολιτισμικής ηθικής. (9), (10), (11).

Συναισθηματική ανάπτυξη/ νοημοσύνη
Οι ιστορίες συμβάλλουν ιδιαίτερα στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού καθώς λειτουργούν καταπραϋντικά στις ανησυχίες και τα άγχη του και το βοηθούν να νοηματοδοτήσει και να κατανοήσει την εσωτερική και εξωτερική του πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό το παιδί γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του και αποκτά μια υγιή αίσθηση αυτοαντίληψης και ταυτότητας. Αναπτύσσεται η συναισθηματική του νοημοσύνη (13, 14).

Συναισθηματική αυτορύθμιση
Μέσα από τη διέγερση της φαντασίας και τη δημιουργία εικόνων το παιδί μπαίνει σε διάφορους ρόλους γνωρίζοντας νέα συναισθήματα και εμπειρίες. Με τον τρόπο αυτό όμως μεταβαίνει/ εξασκείται και σε νέες συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες μπορεί να γνωρίζει ή να διαχειρίζεται για πρώτη φορά. Κάθε φορά γνωρίζει νέα συναισθήματα, τα κατανοεί, τα ονοματίζει και ίσως μαθαίνει να τα ρυθμίζεται πιο συνειδητοποιημένα και αποτελεσματικά.

Κοινωνικοποίηση
Μέσα από το περιεχόμενο και την πλοκή των ιστοριών το παιδί γνωρίζει τον κόσμο, τους κανόνες, τα ήθη, τα έθιμα μιας κοινωνίας, τα πρότυπα συμπεριφοράς και τις κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές. Ταυτίζεται ή απορρίπτει τα μοντέλα συμπεριφοράς των ηρώων του στην ιστορία και τις δράσεις τους. Έτσι από την πραγματικότητα του παραμυθιού, σταδιακά μεταβαίνει στις «πραγματικότητες» της κοινωνίας και της ζωής (7, 8).

«Οι ιστορίες αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων έχουν αποτελέσει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας και του πολιτισμού του ανθρώπου, της γνώσης και των αξιών του. Ανεξάρτητα από τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη φυλή, το φύλο ή την ηλικία, οι ιστορίες ήταν και θα παραμείνουν ένα βασικό στοιχείο της ζωής. Χάρη στις ιστορίες υπάρχουν σήμερα η γλώσσα, η θρησκεία, η επιστήμη και ο πολιτισμός. Οι ιστορίες μπορούν να γεμίζουν τα όνειρά μας. Και, πράγματι, τα ίδια τα όνειρά μας είναι ιστορίες. Και μας συνοδεύουν σε όλο το φάσμα της ύπαρξής μας, από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Burns (2): «Όταν πεθαίνουμε το μόνο που απομένει τελικά είναι οι ιστορίες». Εάν λοιπόν οι ιστορίες και η ζωή είναι τόσο αμοιβαία και αδιάρρηκτα συνδεδεμένες, τότε η προσαρμογή τους στη συμβουλευτική και τη θεραπεία αποτελούν απλά μια λογική και πρακτική προέκταση ενός καθιερωμένου και αποτελεσματικού μέσου επικοινωνίας» (2).

 

Βιβλιογραφία

(1). Ben Okri (1996), Birds of Heaven.

(2). George W. Burns (2005). 101 Healing Stories for Kids and Teens: Using Metaphors in Therapy. John Wiley & Sons, Inc.

(3). Alida Gersie & Nancy King (1990). Storymaking in Education and Therapy. London: Jessica Kingsley Publishers.

(4). Ann Catanach (1997). Children’s Stories in Play therapy, London: Jessica Kingsley Publishers.

(5). The teller, the tale and the told. The psychologist, Steven Killick & Neil Frude, Oct. 2009, vol. 22.

(6). Νίκος Τσακνάκης. Η δύναμη του παραμυθιού στην παιδική ψυχή.

(7). Cassar, A. M. (2000). Fairytales, child development and psychotherapy: A study documenting parents’ perspectives on the use and function of fairytales with children in Malta. University of Hartford.

(8). Fleer, M., & Hammer, M. (2013). Emotions in Imaginative Situations: The Valued Place of Fairytales for Supporting Emotion Regulation. Mind, Culture & Activity, 20(3), 240-259. http://doi.org/10.1080/10749039.2013.781652.

(9). MCCABE, A. (1997). Cultural background and storytelling: A review and implications for schooling. The Elementary School Journal, 97(5), 453-473.

(10). ZIPES, J. (1997). Happily ever after: Fairy tales, children, and the culture industry. New York: Routledge.

(11). Σταυρούλα Δουλάμη, Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου. Η γοητεία των παραμυθιών: Χρήση και αξιοποίησή τους στο χώρο της Ειδικής Αγωγής, Παιδαγωγικός Λόγος 1/2011.

(12). ΠΟΥΡΚΟΣ, Μ. (2010). Προσεγγίσεις της αφήγησης και ο ρόλος της στην ηθική αγωγή και ανάπτυξη: προς μια οικο-σωματικο-βιωματική
προσέγγιση και μια Βιωματική, Ευρετική και Διαλογική-Επικοινωνιακή Ψυχοπαιδαγωγική. Στο M. Πουρκός (επιμ.), Τέχνη, Παιχνίδι, Αφήγηση. Ψυχολογικές και Ψυχοπαιδαγωγικές Διαστάσεις (σελ. 417-431), Αθήνα: Τόπος.

(13). Mello, R. (2001). The Power of Storytelling: How Oral Narrative Influences Children’s Relationships in Classrooms. International Journal of Education & the Arts, 2(1).

(14). PALEY, V.G. (1990). The boy who would be an helicopter: The uses of storytelling in the classroom. Cambridge: Harvard University Press.

(15). Margot Sunderland (2001). Using Story Telling as a Therapeutic Tool with Children. Speechmark.

(16). Susan Perrow (2012). Therapeutic Storytelling: 101 Healing Stories for Children, UK: Hawthorne Press.

(17). Mooli Lahad, Ofra Ayalon & Miri Shacham (2013): The «BASIC PH» Model of Coping and Resiliency: Theory, Research and Cross-Cultural Application, London & Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.

(18). Lahad, M. (1992): Story-making in assessment method for coping with stress, in Jennings, S. (ed.) Dramatherapy theory and practice, 150-163, London: Routledge.

(19). Lahad, M. (2000). Creative supervision. London: Jessica Kingsley Publishers.