ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η δραματοθεραπεία αποτελεί μια μέθοδο θεραπείας που χρησιμοποιεί το δράμα/ δραματοποίηση και τις ειδικές τεχνικές του θεάτρου προκειμένου για ένα θεραπευτικό στόχο και αποτέλεσμα. Ένα βασικό εργαλείο της δραματοθεραπείας αποτελεί το παιχνίδι και για το λόγο αυτό αποτελεί μια ιδανική μέθοδο θεραπευτικής παρέμβασης για τα παιδιά καθώς, ουσιαστικά, χρησιμοποιεί το βασικό τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας που εκείνα διαθέτουν, δηλαδή το παιχνίδι. Βιβλιογραφικά αναφέρεται ότι η δραματοθεραπεία αποτελεί κάτι σαν… «φυσική θεραπεία» για τα παιδιά (1), περισσότερο από ό, τι για τους ενήλικες, γιατί τα παιδιά κάνουν ουσιαστικά τα πάντα μέσα από το παιχνίδι: μαθαίνουν, εξασκούν και διοχετεύουν τη φαντασία τους, νιώθουν, ομιλούν, κινούνται, βιώνουν αισθησιοκινητικά ερεθίσματα κ.ά. Η Ann Cattanach (1), περιγράφοντας τα στοιχεία που αποκομίζουν τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι, αναφέρει ότι το παιχνίδι βοηθά τα παιδιά να ορίσουν και να διαχωρίσουν την υποκειμενική και αντικειμενική εμπειρία και πραγματικότητα. Παράλληλα, αποτελεί το φυσικό τρόπο που διαθέτουν για να «μεταμορφώνουν» το χρόνο, το χώρο και την εμπειρία τους γενικότερα. Μέσα από το παιχνίδι μπορούν να έρθουν σε επαφή και να διαπραγματευτούν/ διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού τους και από την εμπειρία αυτή να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και να τον επιβεβαιώσουν. Σύμφωνα με τον Έρικσον και άλλους θεωρητικούς (1), το παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά να επανακτήσουν τον έλεγχο στις αγωνίες, τα άγχη και τις συγκρούσεις τους.
Φυσικά, το παιχνίδι αποτελεί και τον πιο ουσιαστικό τρόπο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά καθώς μέσω αυτού συμμετέχουν και μοιράζονται με άλλα παιδιά, γίνονται μέλος μιας ομάδας, μαθαίνουν να γνωρίζουν τους άλλους και να βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσά τους. Τέλος, ένα παιδί μπορεί επίσης να έχει χάσει την ικανότητά του να παίζει, κυρίως λόγω τραυματικών βιωμάτων. Ουσιαστικά, δηλαδή, να έχει παγώσει ψυχικά και το συναίσθημά του να είναι μονωμένο. Αυτό παρατηρείται συχνά σε παιδιά που έχουν βιώσει ιδιαίτερα αρνητικές εμπειρίες σε συναισθηματικό επίπεδο και σε αυτές τις περιπτώσεις η δραματοθεραπεία καλείται να τα βοηθήσει να «παίξουν» ξανά και να βρουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους!
Τα παιδιά, ανάλογα πάντα με την ηλικία τους και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, μπορεί να μην μπορούν να εκφράσουν λεκτικά αυτό που τα απασχολεί. Στη δραματοθεραπεία μπορούν να βρουν άλλους τρόπους έκφρασης όπως, για παράδειγμα, τις ιστορίες, τους μύθους και τα παραμύθια, το παίξιμο ρόλων και χαρακτήρων, τις μαριονέτες και το κουκλοθέατρο κ.ά. Και, επειδή, όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι «σαν να…», το παιδί μπορεί πλέον να πάρει και την κατάλληλη απόσταση από το θέμα που το απασχολεί για να μπορέσει να διερευνήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και να τα προσεγγίσει ξανά μη νιώθοντας πια ότι είναι τόσο τρομακτικά και τον διαλύουν. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να δώσει σε μια ιστορία ή σε έναν αυτοσχεδιασμό ένα άλλο τέλος που είναι πιο επιθυμητό και τον ανακουφίζει. Ή, σε άλλη περίπτωση, ο δραματοθεραπευτής μπορεί να προτείνει στο παιδί μια άλλη εξέλιξη στην πλοκή του αυτοσχεδιασμού που παρουσιάζει…
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία της έννοιας της δραματουργικής απόστασης στη δραματοθεραπεία που την διαφοροποιεί και σε σχέση με τις άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Ένα συναίσθημα, μια εσωτερική σύγκρουση, ένα πρόβλημα που απασχολεί τον συμμετέχοντα μπορεί να «προβληθεί», για παράδειγμα, σε ένα αντικείμενο με το οποίο ο ίδιος θα παίξει κατά τη διάρκεια της συνεδρίας ή να γίνει ένας ρόλος με συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας και χαρακτηριστικά. Στην απόσταση αυτή λοιπόν, τη δραματουργική, τα συναισθήματα δεν βιώνονται τόσο έντονα και, παράλληλα, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα χωρίς να μεσολαβεί η άμεση συνειδητοποίησή τους. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, το παίξιμο ενός συγκεκριμένου ρόλου μπορεί να αποφέρει συναισθηματική εκφόρτιση και διέξοδο σε εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις. Παράλληλα, υπάρχει και ο «θεατής» ο οποίος παρέχει μια επιπλέον «θέαση» του προβλήματος που διαδραματίζεται επί σκηνής και ο οποίος βέβαια στη συνέχεια μπορεί να αλληλεπιδράσει ή να σχολιάσει το ρόλο που έχει παιχτεί, και όχι τον ίδιο το συμμετέχοντα σε προσωπικό επίπεδο. Τέλος, και ο δραματοθεραπευτής μπορεί επίσης να επέμβει και να διαχειριστεί το πρόβλημα που αναπαριστάται σε έναν αυτοσχεδιασμό σε καθαρά δραματουργικό επίπεδο.
Η διαδικασία αυτή βοηθά το παιδί να επανακτήσει τον έλεγχο επί της φαντασίας και της πραγματικότητας, τον οποίο, λόγω της συναισθηματικής φόρτισης, σύγκρουσης κλπ. μπορεί να ένιωθε ότι είχε απολέσει οριστικά. Παράλληλα, καταφέρνει να εξωτερικεύσει και να εκφράσει σε κάποιο άλλο πρόσωπο τα συναισθήματά του, και αυτό αποτελεί ούτως ή άλλως ένα βασικό στάδιο ανακούφισης. Ουσιαστικά, όμως, μέσα από τον κόσμο του παιχνιδιού και της δραματοποίησης, το παιδί έχει καταφέρει να «μεταμορφώσει» την εμπειρία του σε κάτι άλλο που αν μη τι άλλο έχει καλύτερη επίδραση πάνω του. Η μεταμόρφωση αυτή αποτελεί ουσιαστικά και τη μετουσίωση που μόνο η Τέχνη μπορεί να «φέρει» και να καταστήσει μια εμπειρία πιο ανεκτή για να την διαχειριστούμε.
Ο Winnicott αναφέρει ότι «…μόνο στο «παιχνίδι» μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιήσει όλο το δυναμικό της προσωπικότητάς του, και μόνο μέσω της δημιουργικότητας μπορεί κανείς να ανακαλύψει ουσιαστικά τον εαυτό του» (2). Παράλληλα, σημαντικές ερευνητικές μελέτες υποδεικνύουν πώς λειτουργεί και αλλάζει ο ανθρώπινος εγκέφαλος με τη δημιουργικότητα. Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικό να τονιστούν καθώς συχνά εκλείπουν τα μαθήματα δημιουργικής και καλλιτεχνικής απασχόλησης στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, καθώς και η επαφή με την Τέχνη γενικότερα, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες τάξεις του Λυκείου στις οποίες όλα δρομολογούνται πια στην υπηρεσία βαθμών και εξετάσεων.
Η δραματοθεραπεία αποτελεί και μια τεχνική που δουλεύει αρκετά μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις. Για παράδειγμα, τα παιδιά με αυτισμό που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν γενικότερα με το λόγο ή τα παιδιά με ειδικές ανάγκες που δεν μπορούν να εκφραστούν με το λόγο, στη δραματοθεραπεία μπορούν να εξερευνήσουν και να κατανοήσουν πολλά ερεθίσματα μέσα από το σώμα, τις αισθήσεις, τον ήχο, τη μουσική κ.ά. Με αυτό τον τρόπο νιώθουν ότι και ο δικός τους κόσμος έχει αξία και ότι είναι κατανοητός και αποδεκτός από τους άλλους.
Επίσης, παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικοποίησης και δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων με τους συμμαθητές τους ή ακόμη και με άλλα μέλη της οικογένειας μπορούν να δουλέψουν μέσα από το σώμα και, εξερευνώντας και άλλα σώματα στο χώρο, να ανακαλύψουν ουσιαστικά την παρουσία των άλλων γύρω τους βγαίνοντας από την απομόνωσή τους.
Η δραματοθεραπεία αποτελεί γενικότερα μια θεραπευτική τεχνική που εμπεριέχει δράση. Παράλληλα, η δράση αυτή μπορεί να δημοσιοποιηθεί και να μοιραστεί με τους άλλους. Γιατί η συγκεκριμένη «δράση» αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα όταν λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο δραματουργίας. ««Το δράμα (drama) είναι η μοναδική Τέχνη της οποίας το αντικείμενο είναι ο άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους». Και η δράση σε ένα πλαίσιο δραματουργίας μπορεί και αποκαλύπτει πλευρές του εαυτού μας, τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς θέτει τον εαυτό μας σε μια προέκταση, μέσω της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους άλλους» (3). Στο πλαίσιο αυτό, τα παιδιά κινητοποιούνται άμεσα και νιώθουν ότι εξασκούνται σε δεξιότητες διαπροσωπικών σχέσεων και επικοινωνίας. Παράλληλα, δοκιμάζουν νέες συμπεριφορές, νέους ρόλους ουσιαστικά και εξασκούνται σε επιτυχείς προσεγγίσεις σε δύσκολες καταστάσεις, βρίσκουν λύσεις και θέτουν στόχους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους.
Τέλος, οι τεχνικές της δραματοθεραπείας συμβάλλουν και στη διαδικασία μάθησης του παιδιού. Αυτό συμβαίνει καταρχάς γιατί βελτιώνεται γενικότερα η ψυχολογική κατάσταση του παιδιού και το παιδί είναι πλέον έτοιμο να συγκεντρωθεί στο μάθημα, να κινητοποιηθεί για να μελετήσει και να μάθει, να αλληλεπιδράσει καλύτερα με τους συμμαθητές και το δάσκαλό του κ.ά. Παράλληλα, μπορεί να έχει επεξεργαστεί και διαχειριστεί στα πλαίσια μιας συνεδρίας και συγκεκριμένους φόβους που μπορεί να έχει για κάποια μαθήματα, όπως, για παράδειγμα, για τα μαθηματικά. Τέλος, η δραματοθεραπεία, μέσω της δραματοποίησης ή άλλων τεχνικών, μπορεί να «εμπνεύσει» ένα παιδί να αναζητήσει και διαφορετικούς τρόπους παρουσίας του ίδιου στο σχολείο ή διαχείρισης προβλημάτων που προκύπτουν μέσα στην τάξη,. Τέλος, η δραματοθεραπεία μπορεί να δουλέψει ειδικά και με τις μαθησιακές δυσκολίες αλλά και συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλημάτων ομιλίας και επικοινωνίας.
Ας κλείσουμε λοιπόν αυτή τη σύντομη συζήτηση για τη δραματοθεραπεία για τα παιδιά με το εξής απόφθεγμα:
«Το να συνέλθεις από μια τραυματική εμπειρία, αρρώστια ή δοκιμασία δεν είναι κάτι απλό… Αντιθέτως, απαιτεί πολλή δουλειά, ξανά και ξανά, με την ψυχή… Και, περισσότερο από όλα, απαιτεί το ξαναζωντάνεμα του φαντασιακού χώρου που υφίσταται μεταξύ του «εδώ και τώρα» και του «τότε». Η W.H. παρατηρεί ότι «… οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ηθοποιοί και δεν μπορούν ποτέ να γίνουν κάτι αν πριν δεν το υποδυθούν». Αυτή ακριβώς η δυνατότητα δημιουργίας του ενδεχόμενου και του οραματισμού εναλλακτικών κόσμων ξεπαγώνει όταν ένα άρρωστο παιδί επανέρχεται στη ροή της ζωής» (4).
Βιβλιογραφία
(1). Ann Cattanach: Dramatic Play with Children. The interface of dramatherapy and play therapy. Στο: Sue Jennings, Ann Cattanach, Steve Mitchell, Anna Chesner & Brenda Meldrum (1994), The Handbook of Dramatherapy, Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
(2). Alida Gersie & Nancy King (1990). Storymaking in Education & Therapy. London: Jessica Kingsley Publishers & Stockholm: Stockholm Institute of Education Press.
(3). Sue Jennings (Εd.), (1987). Dramatherapy: Theory & Practice for Teachers & Clinicians. Croom Helm, London & Sydney, Brookline Books, Cambridge & Massachusetts, pp. 209-231.
(4). Anna Marie Weber & Craig Haen (Εds), (2005). Clinical Applications of Dramatherapy in Child and Adolescent Treatment. New York: Brunner Routledge.
(5). Di Grimshaw, Dramatherapy with Children in an Educational Unit. The More You Look, The More You See. Στο: Steve Mitchell (1996), Dramatherapy Clinical Studies, Λονδίνο: Jessica Kingsley Publishers.