Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ
Ψυχοδυναμική & Γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση
Η εκδήλωση κατάθλιψης κατά την εφηβεία αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο, παγκοσμίως, αλλά συχνά παραμένει μη αναγνωρίσιμο καθώς, πολλές φορές, τα συμπτώματα της κατάθλιψης συγχέονται με ορισμένες στερεότυπες συμπεριφορές της εφηβείας, όπως είναι, για παράδειγμα, η ευερεθιστότητα, η τάση απομόνωσης, οι εκρήξεις θυμού, που θεωρούνται ότι «…είναι της εφηβείας και θα περάσουν…», οπότε παραμερίζονται χωρίς να λάβουν τη δέουσα προσοχή και φροντίδα. Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συμπεριφορές αυτές αποτελούν εκδηλώσεις συμπτωματολογίας κατάθλιψης και, ουσιαστικά, μια έκκληση του εφήβου για βοήθεια. Ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το 9% των εφήβων πληροί τα κριτήρια για τη διάγνωση της κατάθλιψης, με έναν στους πέντε εφήβους να εμφανίζουν συμπτωματολογία κατάθλιψης σε κάποια στιγμή της εφηβείας τους (Amy H. Cheung, Rachel A. Zuckerbrot, Peter S. Jensen, Kareem Ghalib, Danielle Laraque, Ruth E. K. Stein, 2007: 1314). Τα ποσοστά εκδήλωσης κατάθλιψης εμφανίζονται πιο υψηλά για τα κορίτσια στην εφηβεία. Τονίζεται, επίσης, ότι από το πολύ υψηλό ποσοστό εκδήλωσης κατάθλιψης παγκοσμίως, το 60% έχει νοσήσει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Τα αποτελέσματα για εκείνους που εκδηλώνουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της εφηβείας δεν είναι ενθαρρυντικά, με υψηλή πιθανότητα εκδήλωσης μιας γκάμας ασθενειών αργότερα στη ζωή, όπως είναι ο αυτοτραυματισμός, η αυτοκτονία αλλά και άλλα ψυχικά και σωματικά θέματα υγείας, συγκριτικά με άλλους εφήβους» (Midgley, Cregeen & Hughes, 2013: 68).
Παράλληλα, η εκδήλωση κατάθλιψης κατά την εφηβεία αποφέρει σημαντικά προβλήματα στη γνωστική, εκπαιδευτική, κοινωνική κλπ. ανάπτυξη του εφήβου, παράλληλα με τον πολύ υψηλό κίνδυνο αυτοτραυματισμού ή αυτοκτονίας. Πράγματι, η κατάθλιψη αποτελεί τη δεύτερη πιο σημαντική αιτία θανάτου σε αυτές τις ηλικίες και είναι συχνή και η εκδήλωση άλλων προβλημάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, η κατάχρηση ουσιών, οι συχνές και τυχαίες (όσον αφορά τον/ην παρτενέρ) σεξουαλικές επαφές, η τάση για παχυσαρκία, ο εθισμός στο διαδίκτυο, ως έμμεσοι τρόποι έκφρασης της κατάθλιψης.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντική η έγκαιρη και αποτελεσματική διάγνωση της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εφηβείας προκειμένου να προλαμβάνονται μια σειρά αλυσιδωτών προβλημάτων που, όπως προαναφέρθηκε, ακολουθούν το άτομο και τη ζωή του διαμορφώνοντάς την σε σημαντικό βαθμό.
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η διαγνωστική αξιολόγηση της κατάθλιψης στην εφηβεία αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί αρκετή κλινική εμπειρία. Σημαντικοί αναπτυξιακοί παράγοντες μεταβάλλονται και τροποποιούνται καθώς ο έφηβος, βιολογικά, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί ενώ υφίστανται σημαντικές ορμονικές ή άλλες μεταβολές που εμπλέκονται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του. Παράλληλα, συγκριτικά με τη διαγνωστική αξιολόγηση των ενηλίκων, στους εφήβους πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη και άλλες πληροφορίες που είναι σημαντικές για την αξιολόγησή τους, όπως είναι, για παράδειγμα, οι συνεντεύξεις με τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς ή άλλους ενήλικες που έρχονται σε επαφή μαζί του, οι καθημερινές συνήθειες του εφήβου κ.ά.
Η τέταρτη έκδοση του διαγνωστικού εγχειριδίου της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-Text Revision (DSM-IV-TR, American Psychiatric Association, 2000) ορίζει τα κριτήρια εκδήλωσης ενός Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου (Major Depressive Disorder) στους ενήλικες, τα παιδιά και τους εφήβους ως μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονη καταθλιπτική διάθεση, ευερεθιστότητα ή απώλεια ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης που διαρκεί τουλάχιστον δύο εβδομάδες και συνοδεύεται από μια ποικιλία άλλων συμπτωμάτων τα οποία περιλαμβάνουν: μειωμένη ενέργεια και αίσθημα κόπωσης, μη αρμόζοντα στις καταστάσεις συναισθήματα ενοχής και απαξίωσης του εαυτού, δυσκολία στη σκέψη, τη συγκέντρωση της προσοχής ή τη λήψη αποφάσεων, διαταραχές ύπνου (αυπνία ή υπερυπνία), διαταραχές στη λήψη τροφής (κατανάλωση ελάχιστης ή μεγάλης ποσότητας φαγητού, σημαντική απώλεια βάρους ή παχυσαρκία), ψυχοκινητικές διαταραχές (υστέρηση στην κίνηση και την ομιλία), διέγερση (υπερκινητικότητα), σκέψεις θανάτου, αυτοκτονικός ιδεασμός ή συμπεριφορά.
Η Διαταραχή Δυσθυμίας (Dysthymic Disorder, DD) στα παιδιά και τους εφήβους είναι μια πιο ήπια αλλά χρόνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από καταθλιπτική διάθεση ή ευερεθιστότητα τις περισσότερες μέρες, για ένα έτος τουλάχιστον, και συνοδεύεται και από πολλά άλλα καταθλιπτικά συμπτώματα (Molly S. Clark, Kate L. Jansen & Anthony Cloy, 2012: 444).
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ
Όλες οι προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία παρουσιάζουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά όπως είναι, για παράδειγμα, η ψυχολογική υποστήριξη του ενδιαφερόμενου, η προσπάθεια εμπλοκής του στη θεραπεία, η δημιουργία μιας θετικής θεραπευτικής συμμαχίας, η εμφύτευση ελπίδας κ.ά. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται δύο εξ αυτών: η ψυχοδυναμική προσέγγιση και η γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση παρουσιάζει τα ακόλουθα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Luyten & Blatt, 2012:112):
-Εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του θεραπευόμενου.
-Δίνει έμφαση στη διάθεση και τη συναισθηματική έκφρασή του.
-Διερευνά την τάση αποφυγής διαφόρων θεμάτων λόγω αμυντικών διεργασιών και εστιάζει στην αναγνώριση και επεξεργασία τους.
-Εστιάζει στην ταυτοποίηση επαναλαμβανόμενων μοτίβων συμπεριφοράς, συναισθημάτων, εμπειριών και σχέσεων.
-Παρατηρεί και αναγνωρίζει την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν.
-Εστιάζει στις διαπροσωπικές σχέσεις.
-Εστιάζει στη θεραπευτική σχέση.
-Διερευνά τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις φαντασιώσεις.
-Παρέχει τη δυνατότητα θεραπευτικής επεξεργασίας μέσω της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης.
Αίτια κατάθλιψης κατά την ψυχοδυναμική θεώρηση
Οι πρώτοι ψυχαναλυτές, βασισμένοι στις μελέτες των Φρόιντ, Άμπραχαμ και Κλάιν, είχαν κατανοήσει ότι η κατάθλιψη μπορεί να οφείλεται σε αίσθημα απώλειας, ενοχής ή αίσθησης ευθύνης του ατόμου που βιώνει, ασυνείδητα, ότι έχει «επιτεθεί» και έχει «καταστρέψει» το «αντικείμενο» για το οποίο ένιωθε και νιώθει αμφιθυμικά συναισθήματα (αγάπη και μίσος) και το έχει απολέσει (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70). Ο όρος «αντικείμενο» κατά την ψυχαναλυτική ορολογία αναφέρεται σε σημαντικά πρόσωπα της εξωτερικής πραγματικότητας (κυρίως στις γονεϊκές φιγούρες) ή και σε εσωτερικές/ φαντασιωσικές αναπαραστάσεις τους. Η ενοχή αυτή κάνει τον έφηβο να αισθάνεται ότι δεν αξίζει, ότι είναι κακός και δυνητικά καταστροφικός, με αποτέλεσμα την εκδήλωση των κλασικών συμπτωμάτων της κατάθλιψης, όπως είναι η έντονη αυστηρή κριτική του εαυτού και, σε πολλές περιπτώσεις, η επιθυμία θανάτου.
Από το 1970 και μετά εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την έννοια της ναρκισσιστικής ευαλωτότητας του ατόμου και της ναρκισσιστικής κατάθλιψης. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, ο έφηβος, λόγω μιας χρόνιας μη ενσυναισθητικής σχέσης με τους γονείς μεγαλώνει νιώθοντας πάντα «κενός» κι, έτσι, στρέφεται προς τον εαυτό του εξιδανικεύοντάς τον. Οποιαδήποτε όμως δυσκολία συναντά κατά την εφηβεία (ή και νωρίτερα, κατά την παιδική ηλικία) επιφέρει ένα πλήγμα σε αυτή την εξιδανίκευση του εαυτού του, τον οδηγεί σε ψυχική κατάρρευση που συνοδεύεται από αίσθημα ντροπής και εξευτελισμού. Ο Κernberg αναφέρει, συγκεκριμένα, έναν τύπο κατάθλιψης «ο οποίος έχει περισσότερο την ποιότητα μιας παντοδύναμης οργής, ή μιας απελπισίας και αίσθησης αβοήθητου σε συνδυασμό με την κατάρρευση μιας εξιδανικευμένης εικόνας εαυτού» (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70).
Θεώρηση της κατάθλιψης ως μια κρίση στα εξελικτικά στάδια ανάπτυξης του εφήβου
Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεώρηση, ο έφηβος, μετά τη λανθάνουσα περίοδο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, κατά την οποία τα άγχη και τα αμφιθυμικά συναισθήματα σχετικά με τη διαχείριση του οιδιποδειακού συμπλέγματος έχουν, υπό μια έννοια, τεθεί σε «καταστολή», εισέρχεται στην εφηβεία με τη δυνατότητα και την πιθανότητα αυτές οι ενδοψυχικές συγκρούσεις, καθώς και το άγχος και τα αμφιθυμικά συναισθήματα που τις συνοδεύουν, να επανενεργοποιηθούν. Έτσι, ο έφηβος έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στη νέα αυτή προσαρμογή που απαιτείται. Οι ανάγκες αυτής της διαχείρισης και προσαρμογής συνοδεύονται από έντονο άγχος, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, παλινδρόμηση με διάφορες μορφές εκδήλωσης, σύγχυση σε διάφορα επίπεδα και, βέβαια, εκδήλωση κατάθλιψης ως τελική συμπτωματολογία εάν ο έφηβος τελικά δεν καταφέρει μια εξισορροπιστική διαχείριση (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70).
Παράλληλα, η εφηβεία είναι μια περίοδος κατά την οποία είναι πρωταρχικής σημασίας για τον έφηβο η ανάπτυξη μιας αυτόνομης προσωπικότητας, αλλά, ακόμη περισσότερο, η εξέλιξη ενός «σεξουαλικού σώματος» (sexual soma). Οι Laufer M. & Laufer E. (1975) αναφέρουν (στο Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70): «Η εφηβεία αποτελεί μια ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης των οιδιποδειακών ζητημάτων (στην παρούσα φάση στο πλαίσιο ενός σώματος που ωριμάζει σεξουαλικά) με σκοπό την εγκαθίδρυση τελικά μιας νέας ασφαλούς σεξουαλικής και σχεσιακής ταυτότητας του νέου ανθρώπου. Παρόλα αυτά, η διαδικασία αυτή μπορεί να αποδειχθεί πολύ απαιτητική -ακόμη και απειλητική- και να οδηγήσει σε μια αναπτυξιακή οπισθοχώρηση, σε μια φυγή, ή σε μια μανιακή και ετερόκλητη ερωτικά δραστηριότητα. Νέοι που είναι ευάλωτοι, με περιορισμένες, ανελαστικές ή πρώιμες αμυντικές διεργασίες και ένα εγώ που δεν έχει εδραιωθεί με έναν ασφαλή τρόπο (αίσθηση του εαυτού) συχνά βιώνουν τις εξελικτικές αυτές απαιτήσεις ως συντριπτικές. Υπό αυτή την έννοια η κατάθλιψη κατά την εφηβεία μπορεί να θεωρηθεί ως μια κρίση στα εξελικτικά στάδια ανάπτυξης του εφήβου. Η απόσυρση απόγνωσης που χαρακτηρίζει συχνά την εφηβεία, υποδηλώνει ότι ο έφηβος δεν μπορεί να εμπλακεί στις δραστηριότητες και τις σχέσεις με τους συνομηλίκους του, κι έτσι ένας φαύλος κύκλος εκκινεί» (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70).
Αναπτυξιακά ζητήματα τίθενται γενικότερα για τους εφήβους εκείνους που δεν έχουν δημιουργήσει σταθερές βάσεις στις σχέσεις τους με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους από τη βρεφική και την παιδική ηλικία. Εάν οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από εγγύτητα και συγχώνευση τότε ο έφηβος θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες προκειμένου να μπορέσει να αυτονομηθεί και, ακόμα περισσότερο, να νιώσει μια αίσθηση ατομικότητας και «εαυτού». Από την άλλη μεριά, εάν οι πρωταρχικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από απόσταση και σχετικά ελλείμματα, τότε ο έφηβος θα μπει στην εφηβεία αναζητώντας να γεμίσει αυτά τα συναισθηματικά κενά και να βρει την «πραγματική αγάπη». Η διαδικασία αυτή μπορεί να τον οδηγήσει σε εμπλοκή σε διάφορα μοτίβα σχέσεων, σε συχνές και τυχαίες (όσον αφορά τον παρτενέρ) σεξουαλικές επαφές και παρακινδυνευμένη συμπεριφορά, όπως είναι, για παράδειγμα, η χρήση ουσιών και αλκοόλ (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 70). Σε αυτή την περίπτωση, ο έφηβος αναζητά τη συναισθηματική κάλυψη και εγγύτητα την οποία μπορεί να συγχέει και με τη σεξουαλική ικανοποίηση. Η σεξουαλική ικανοποίηση πάντως δεν αποτελεί την πρωταρχική ανάγκη των εφήβων σε αυτή τη φάση, οι ίδιοι όμως συχνά τα συγχέουν όλα αυτά και νιώθουν ιδιαίτερα μπερδεμένοι. Οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι εξιδανικευμένες και ουσιαστικά αναζητούν την «απόλυτη ένωση» και την απόλυτη και ιδανική αγάπη. Οι έφηβοι επιθυμούν να γίνουν ένα με το ταίρι τους και να ικανοποιηθούν όλες οι ανάγκες τους και, κυρίως, η στέρηση που έχουν βιώσει. Είναι φανερό ότι οποιαδήποτε ματαίωση της σχέσης που δημιουργούν και η απογοήτευση των εύθραυστων και μη ρεαλιστικών προσδοκιών τους μπορεί να τους οδηγήσει σε κατάρρευση με μια αίσθηση εγκατάλειψης, απόγνωσης και απελπισίας και την επακόλουθη εκδήλωση της συμπτωματολογίας της κατάθλιψης (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 71). Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «… πολλοί έφηβοι καταφεύγουν σε απόπειρες αυτοκτονίας στα πλαίσια τέτοιων απωλειών. Γι’ αυτούς τους νέους ανθρώπους, η μετάβαση στην εφηβεία μπορεί να βιώνεται ως μια ολική απώλεια ενός ψυχικού «σπιτιού». Για άλλους, μπορεί να οδηγεί στην απελπισία η συνειδητοποίηση της ευθραυστότητας της σύνδεσής τους με τα (καλώς διατηρούμενα) εσωτερικά και εξωτερικά αντικείμενα. Μια τέτοια εύθραυστη αίσθηση ενός «πυρηνικού εαυτού» (“core self”) έχει παρατηρηθεί ως ένα κοινό χαρακτηριστικό των καταθλιπτικών εφήβων στη βιβλιογραφία περί κλινικών ζητημάτων. Ο Rhode κάνει λόγο για παιδιά και εφήβους σε κατάθλιψη με βαθιά υπαρξιακά άγχη, τα οποία στη θεραπεία εκφράζουν την πεποίθηση ότι ζουν σε μια «μαύρη τρύπα»: ότι δεν νιώθουν ότι υπάρχουν, ή ότι δεν έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν» (Midgley, Cregeen & Hughes, 2013: 71).
Θεώρηση της κατάθλιψης ως «συγκρουσιακός» θυμός
Οι Busch et al. (Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes, 2013: 71) περιγράφουν ότι πολλά νέα παιδιά που εισέρχονται στην εφηβεία βιώνουν έναν έντονο θυμό με συγκρουσιακό χαρακτήρα. Ο έντονος θυμός τους οδηγεί σε ενοχές ότι είναι «κακά παιδιά» και ότι καταστρέφουν τον γονέα τον οποίο αντιλαμβάνονται ως πολύ εύθραυστο στη διαχείριση του θυμού τους. Έτσι, στρέφουν το θυμό προς τον εαυτό τους, μισούν τον εαυτό τους ουσιαστικά, με αποτέλεσμα την εκδήλωση της συμπτωματολογίας της κατάθλιψης που συνοδεύεται, όπως προαναφέρθηκε, από αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και απόπειρες αυτοτραυματισμού.
Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ
Η γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση θεωρεί ότι η σκέψη, η διάθεση/ συναίσθημα, η φυσιολογία και η συμπεριφορά εμπλέκονται στη δημιουργία, τη διατήρηση αλλά και την έκφραση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι (Klosko & Sanderson, 1999: 3): «Όλα αποτελούν διαφορετικά συστατικά του ίδιου φαινομένου. Όλα αλληλεπιδρούν και όλα μπορούν να αποτελέσουν μια αιτία σε διαφορετικές στιγμές, και όλα συμβάλλουν στη διατήρηση της κατάθλιψης του ατόμου». Ένα καταθλιπτικό επεισόδιο συνήθως ενεργοποιείται από ένα αρνητικό γεγονός, όπως είναι, για παράδειγμα, η απογοήτευση από μια σχέση αγάπης ή από τον εργασιακό τομέα κ.ά. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο B. F. Skinner, το άτομο, με αυτό τον τρόπο, μπορεί να χάσει μια πηγή θετικής επιβράβευσης. Το γεγονός αυτό μπορεί να τον οδηγήσει σε θλίψη αλλά, με την πάροδο του χρόνου, σε σταδιακή αποδοχή του γεγονότος και σε συναισθηματική απεμπλοκή του. Στην περίπτωση της κατάθλιψης όμως, σύμφωνα με τη γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση, αυτό που επικρατεί είναι μια παράλογη υπερ-γενίκευση του γεγονότος «σε όλο τον κόσμο και σε όλο τον εαυτό». Έτσι το άτομο καταλήγει να νιώθει απεγνωσμένο και εντελώς αβοήθητο από όλους κι από όλα. Η δυσάρεστη αυτή κατάσταση ενεργοποιεί αποκρίσεις του ατόμου και στα τέσσερα επίπεδα που προαναφέρθηκαν (σκέψη, διάθεση/ συναίσθημα, φυσιολογία και συμπεριφορά) με αποτέλεσμα το άτομο να οδηγείται σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς η μια αντίδραση στον ένα τομέα προκαλεί αντίδραση και σε κάποιον άλλο βυθίζοντας το άτομο σε όλο και πιο βαθιά κατάθλιψη. Παράλληλα, όσο το άτομο σκέφτεται αρνητικά, νιώθει θλίψη και απόγνωση και πράττει και με τρόπους που δεν του αποφέρουν πλέον θετική επιβράβευση, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις του ότι τίποτα δεν έχει νόημα, κανείς δεν τον αγαπά και ότι δεν αξίζει να προσπαθήσει για τίποτα.
Η «γνωστική τριάδα της κατάθλιψης»
Ο Beck (όπως αναφέρεται στον Gerald Corey, 2005: 433) αναφέρει ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη εκδηλώνουν αυτό που χαρακτηριστικά αποκαλείται ως η «γνωστική τριάδα της κατάθλιψης». Ο ίδιος, μάλιστα, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «υπάρχουν γνωστικά λάθη ακόμη και στο περιεχόμενο των ονείρων των καταθλιπτικών πελατών» (Corey, 2005: 433).
Η «γνωστική τριάδα της κατάθλιψης» αναφέρεται ουσιαστικά σε τρία στοιχεία: στον αρνητικό τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιμετωπίζει τον εαυτό του, στον αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις εμπειρίες και το περιβάλλον του και στον αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και διαβλέπει το μέλλον (Gerald Corey, 2005: 433 & Jerry L. Halverson, 2015). Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα: ένα άτομο που πάσχει από κατάθλιψη έχει μια αρνητική άποψη για τον εαυτό του και αποδίδει τις απογοητεύσεις του σε προσωπικές ανεπάρκειες χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις εξηγήσεις που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες καταστάσεις. Είναι πεπεισμένο ότι δεν διαθέτει τις ιδιότητες εκείνες που θα τον έκαναν ευτυχισμένο. Η δεύτερη συνιστώσα της γνωστικής τριάδας αφορά την τάση του ατόμου να ερμηνεύει τις εμπειρίες του με έναν αρνητικό τρόπο. Σαν να επιλέγει πάντα συγκεκριμένα γεγονότα που επιβεβαιώνουν τα αρνητικά συμπεράσματά του, μια διεργασία που ο Beck (όπως αναφέρεται στον Gerald Corey, 2005: 433) ονομάζει επιλεκτική αφαίρεση. Τέλος, η τρίτη συνιστώσα αφορά τη μελαγχολική άποψη και τις προβλέψεις των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη για το μέλλον. Σχεδόν πάντα αναμένουν ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν θα συνεχιστούν για πάντα, μπορεί και να χειροτερεύσουν και προβλέπουν μόνο αποτυχία για το μέλλον (Gerald Corey, 2005: 433 & Jerry L. Halverson, 2015).
Γνωστικές διαστρεβλώσεις, Γνωστικά «Σχήματα»
Σχετικό με τη «γνωστική τριάδα της κατάθλιψης» είναι και το γεγονός ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη εκφράζουν και πολλές γνωστικές διαστρεβλώσεις οι οποίες συντηρούν τις αρνητικές πεποιθήσεις τους. Σχετικά παραδείγματα μπορεί να είναι η σκέψη του «όλα ή τίποτα» (για παράδειγμα, τα βλέπουν όλα ή άσπρα ή μαύρα), οι υπερ-γενικεύσεις (για παράδειγμα, θεωρούν ότι αφού συνέβη ένα αρνητικό γεγονός είναι απολύτως βέβαιο ότι θα συμβεί και επόμενο και ότι δεν θα σταματήσει ποτέ η δυστυχία τους) ή η πρόβλεψη του μέλλοντος, που είναι βέβαια πάντα αρνητική και προβλέπει πάντα επερχόμενες καταστροφές και δυστυχίες. O Beck (Gerald Corey, 2005: 425) εξηγεί ότι οι αυτόματες αρνητικές σκέψεις και διαστρεβλώσεις προκύπτουν από προβληματικά «σχήματα» (schema/ schemata) τα οποία είναι γνωστικές δομές οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το άτομο ανακαλεί και επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Όπως αναφέρεται: «Η πληροφορία στον ανθρώπινο εγκέφαλο είναι οργανωμένη σε συγκεκριμένα μοτίβα ή σχήματα, τα οποία περιλαμβάνουν γενικές γνώσεις για τον κόσμο και το άτομο. Αυτά τα «σχήματα» χρησιμοποιούνται για να επιλέγονται, να μειώνονται ή να ερμηνεύονται οι πληροφορίες. Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, οι ψυχικές διαταραχές δημιουργούνται και διατηρούνται από δυσλειτουργικά «σχήματα σκέψεων»… Ο Beck υποστηρίζει ότι για τη διαταραχή της κατάθλιψης η σκέψη του ατόμου είναι διαρκώς απασχολημένη με την απώλεια και ένα αίσθημα απελπισίας. Τα καταθλιπτικά «σχήματα» χαρακτηρίζονται από σκέψεις σχετικά με την απαξίωση και την ενοχή, την αδικία και την απονιά του κόσμου, και την απελπισία που εγκυμονεί στο μέλλον» (Corey, 2005: 427).
Θεραπευτικές τεχνικές
Η Γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση στη θεραπεία της κατάθλιψης είναι συνήθως βραχείας διάρκειας, έχει μια συγκεκριμένη δομή και χρησιμοποιεί συχνά τις εργασίες/πλάνα στο συμπεριφορικό κομμάτι της παρέμβασης.
Στην εφαρμογή της τεχνικής αυτής, ο θεραπευτής προσπαθεί να έχει πάντα στο μυαλό του το συναίσθημα, τη σκέψη, τη δράση και τη φυσιολογία του ατόμου και τις τεχνικές που αφορούν και τους τέσσερις αυτούς τομείς προκειμένου να το βοηθήσει ψυχοθεραπευτικά. Στο γνωστικό επίπεδο, προσπαθεί να βοηθήσει το άτομο να διορθώσει τις αρνητικές σκέψεις του που διαστρεβλώνουν τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να μπορέσει να σκεφτεί πιο ρεαλιστικά. Τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι η αλλαγή του τρόπου έκφρασης του ατόμου, η αμφισβήτηση των παράλογων πεποιθήσεών του, η ανάθεση γνωστικών εργασιών για το σπίτι, η χρησιμοποίηση του χιούμορ κ.ά. Στο επίπεδο της διάθεσης και του συναισθήματος ο θεραπευόμενος εκπαιδεύεται σε τρόπους αυτοδιαχείρισης και αυτοελέγχου έτσι ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται και να εμπεριέχει τα αρνητικά συναισθήματά του με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι, για παράδειγμα, οι λογικο-θυμικές εικόνες, το παίξιμο των ρόλων, οι ασκήσεις για την αντιμετώπιση της ντροπής, η χρησιμοποίηση της δύναμης και του σθένους. Σε επίπεδο φυσιολογίας υποδεικνύονται τρόποι χρησιμοποίησης της φαντασίας, ο διαλογισμός αλλά και τεχνικές χαλάρωσης ώστε το άτομο να μπορεί να χαλαρώνει και να ηρεμεί το σώμα του κεντράροντας τη συγκέντρωση και την προσοχή του. Τέλος, σε επίπεδο συμπεριφοράς «σχεδιάζονται» σχέδια πράξης/ δράσης που θα βοηθήσουν το θεραπευόμενο να δράσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο για τον εαυτό του. Σχετικά παραδείγματα μπορεί να είναι ο προγραμματισμός ή ο επαναπρογραμματισμός δραστηριοτήτων, η εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα, η συστηματική απευαισθητοποίηση, η μίμηση προτύπων κ.ά. (Gerald Corey, 2005: 425 & J.S. Klosko & W.C. Sanderson, 1999: 4).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ψυχοδυναμική και η γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση αποτελούν δύο σημαντικές θεραπευτικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης στην εφηβεία που χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στον κλινικό χώρο. Η ερευνητική προσπάθεια σχετικά με την αποτελεσματικότητα των δύο προσεγγίσεων είναι σε διαρκή εξέλιξη, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία που ανακοινώνονται μελέτες που συγκρίνουν τις δύο μεθόδους προσέγγισης, όπως είναι, για παράδειγμα, η ερευνητική μελέτη: «Cognitive Behavioral Therapy versus Short Psychodynamic Supportive Psychotherapy in the outpatient treatment of depression: a randomized controlled trial» (Ellen Driessen et al., 2007) καθώς και η μελέτη «Childhood depression: a place for psychotherapy. An outcome study comparing individual psychodynamic psychotherapy and family therapy (Trowell J. et al. 2007). Μια σημαντική παρατήρηση που διατυπώνεται σε αυτές είναι η δυνατότητα σύγκρισης και παρατήρησης της καταλληλότητας κάθε προσέγγισης για έναν συγκεκριμένο ασθενή, βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του και όχι μόνο της διαταραχής που εκδηλώνει. Εξάλλου, η προσωπικότητα του θεραπευόμενου αλλά και του ίδιου του θεραπευτή παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο σε οποιαδήποτε προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία γιατί, πέρα από όλα, ακόμη και από τα στατιστικά δεδομένα, η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια σχέση επικοινωνίας και εμπιστοσύνης μεταξύ δύο ανθρώπων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Nick Midgley, Simon Cregeen & Carol Hughes (2013). Psychodynamic Psychotherapy as Treatment for Depression in Adolescence, Child. Adolesc. Psychiatric Clin. N. Am. 22, 67-82.
– Amy H. Cheung, Rachel A. Zuckerbrot, Peter S. Jensen, Kareem Ghalib, Danielle Laraque, Ruth E. K. Stein and the GLAD-PC Steering Group (November 2007). Guidelines for Adolescent Depression in Primary Care (GLAD-PC): II. Treatment and Ongoing Management, Pediatrics, Vol. 120, Number 5, 1313-1326.
– Patrick Luyten & Sidney J. Blatt (2012). Psychodynamic Treatment of Depression, Psychiatric Clinics of North America, 35, 111-129.
– Molly S. Clark, Kate L. Jansen & Anthony Cloy (2012). Treatment of Childhood and Adolescent Depression, American Family Physician, 85(5): 442-448.
– Laufer M. & Laufer E. (1975). Adolescent disturbance and breakdown. Harmondsworth (London): Penguin.
– J.S. Klosko, W.C. Sanderson (1999). Cognitive Behavioral treatment of depression. Jason Aronson Inc., Northvale, New Jersey, London.
– Gerald Corey, 2005. Θεωρία και Πρακτική της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας, Εκδόσεις Έλλην, Αθήνα.
– Ellen Driessen, Henricus L. Van, Robert A. Schoevers, Pim Cuijpers, Gerda van Aalst, Frank J. Don, Marielle Hendriksen, Simone Kool, Pieter J Molenaar, Jaap Peen & Jack J.M. Dekker (2007). Cognitive Behavioral Therapy versus Short Psychodynamic Supportive Psychotherapy in the outpatient treatment of depression: a randomized controlled trial, BMC Psychiatry, 2007, 7:58.
– Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-Text Revision (DSM-IV-TR, American Psychiatric Association, 2000.
–Trowell J., Campbell J., Clemente C., Almqvist F., Soininen M., Koskenranta-Aalto U., Weintraub S., Kolaitis G., Tomaras V., Anastasopoulos D., Grayson K., Barnes J., Tsiantis J. (2007). Childhood depression: a place for psychotherapy. An outcome study comparing individual psychodynamic psychotherapy and family therapy. Eur Child Adolesc Psychiatry. Apr. 16(3):157-67.