content

ΔΙΠΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ

12.02.2018 |
12.02.2018
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr

Αθήνα – Η πρώτη κλίση στα επείγοντα περιστατικά κρατικού νοσοκομείου ήχησε σαν ένα ακόμη πιο ισχυρό σοκ. Πατέρας τριών παιδιών άφηνε την τελευταία του πνοή στο σπίτι μετά από ισχυρότατη καρδιακή ανακοπή. Η μητέρα των παιδιών έπασχε ήδη, εδώ και ένα χρόνο, από καρκίνο…

Ο Κώστας, η Μαρία και ο Χάρης, 18, 14 και 9 χρονών αντίστοιχα, ένιωθαν να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους… Ιδιαίτερα τη στιγμή που έπρεπε να καλέσουν οι ίδιοι το ασθενοφόρο για να παραλάβει τον πατέρα τους, καθώς η μητέρα τους ένιωθε πολύ αδύναμη για μια τέτοια πρωτοβουλία. Περιμένοντας δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, τι να νιώσουν, τι να φοβηθούν περισσότερο… Μάλλον η ζωή τούς έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι…

Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά παρευρέθηκαν στην κηδεία του πατέρα τους. Σε οκτώ μήνες ακολούθησε και η «δεύτερη απώλεια»… Συγγενείς και φίλοι των γονιών τους τούς συμπαραστάθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Ανέλαβαν όλες τις πρακτικές διαδικασίες και τις εκκρεμότητες που έπρεπε να διεκπεραιωθούν άμεσα. Γιατί, ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να καλύψει το άλλο, το πιο μεγάλο «κενό» απ’ όλα;

Η θεία τους, η αδερφή της μητέρας τους, έμεινε για αρκετό διάστημα στο σπίτι και φρόντισε για την καθημερινή φροντίδα τους. Ενημερώθηκαν οι δάσκαλοι στο σχολείο, οι οποίοι στη συνέχεια ενημέρωσαν και τους άλλους συναδέλφους τους καθώς και τους συμμαθητές των παιδιών για το τραγικό αυτό συμβάν. Έπρεπε όλοι να γνωρίζουν πώς να φερθούν με τον πιο κατάλληλο τρόπο.

 

Ο Κώστας, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ήταν σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα το μέγεθος των περιστάσεων. Έμοιαζε από την αρχή να αναλαμβάνει το ρόλο του «προστάτη» των μικρών αδερφών του και να προσπαθεί να τους κρατήσει ενωμένους. Πράγματι, καθώς περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα παιδιά έμοιαζαν να προσκολλώνται όλο και περισσότερο μεταξύ τους. «Έχουμε ο ένας τον άλλον» έμοιαζαν να σκέφτονται. Στα πρόσωπά τους, όμως, μπορούσε κανείς να διακρίνει το μέγεθος της θλίψης αλλά και του φόβου που τα κατέκλυζε. Πώς θα ήταν τώρα τα πράγματα γι’ αυτούς; για το μέλλον; Πώς γίνεται να συνέβη κάτι τέτοιο και ποιος το επέτρεψε να συμβεί; «Απλά συνέβη όμως”… φαίνεται να μονολογούσαν, και ήταν και η μόνη απάντηση αλήθεια που μπορούσαν να δώσουν…

Είναι γεγονός ότι τέτοια τραγικά γεγονότα διαταράσσουν ακόμη και τις πιο βασικές έννοιες ασφάλειας και ψυχικής ισορροπίας που δικαιούται ένας άνθρωπος στη ζωή του. Οι γονείς αποτελούν για τα παιδιά το κύριο πλαίσιο ασφάλειας και ψυχικής επένδυσης, μέσα στο οποίο δομούν την προσωπικότητά τους, ανακαλύπτουν τις δυνάμεις τους και υποστηρίζονται μέχρι να βγουν δυνατά στη ζωή. Η απώλεια και των δύο αυτών σημαντικών προσώπων αφήνει τα παιδιά «μετέωρα» καθώς δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο το πένθος που ακολουθεί, αλλά και την απώλεια του πλαισίου στο οποίο ανήκαν και του σημείου αναφοράς που τα καθοδηγούσε και τα οριοθετούσε καθημερινά στη ζωή τους.

 

Η ηλικία

Η συγκεκριμένη ηλικία του παιδιού τη χρονική στιγμή που συμβαίνει το γεγονός παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να αντιληφθεί την έννοια του θανάτου, στα συναισθηματικά αλλά και γνωστικά εφόδια που διαθέτει για να «θρηνήσει» την απώλεια, αλλά και στις δεξιότητες που θα επιστρατεύσει προκειμένου να την ξεπεράσει και να προχωρήσει στη ζωή του.

Πράγματι, η διαφοροποίηση αυτή έγινε αντιληπτή από τις πρώτες κιόλας μέρες του τραγικού συμβάντος, θέτοντας σε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους ιδιαίτερα ερωτηματικά. Ο μικρότερος γιος, ο Χάρης, χρειαζόταν ιδιαίτερη βοήθεια. Τα παιδιά της ηλικίας του είναι σε θέση να αντιληφθούν την έννοια του θανάτου ως ένα γεγονός οριστικό και μη αναστρέψιμο, το οποίο θα μπορούσε να συμβεί όχι μόνο στους άλλους, αλλά και στους ίδιους. Συχνά όμως κάνουν πολλές ερωτήσεις που αφορούν πρακτικά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, «ποιος πήγε τον μπαμπά στο νεκροταφείο», «τι συνέβη στην κηδεία», «γιατί η μαμά μπήκε σε ένα κουτί…» κοκ. Οι ερωτήσεις αυτές έφερναν συχνά τους γύρω σε μεγάλη αμηχανία. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να απαντήσουν και αν θα τον αναστάτωναν περισσότερο με τέτοιες λεπτομέρειες. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι o ίδιος προσπαθούσε, μέσα από το περιεχόμενο αυτών των ερωτήσεων, να «εξηγήσει» τα γεγονότα, να κατανοήσει τι συνέβαινε, «γιατί σε εκείνον και γιατί στη δική του οικογένεια», «μήπως έκανε κάτι κακό», «μήπως μίλησε άσχημα στους γονείς του και συνέβη αυτό;» κοκ.

 

Οι ενοχές

Πράγματι, τα παιδιά αυτής της ηλικίας νιώθουν πολλές φορές ενοχές για το θάνατο που έχει επέλθει… είτε γιατί νιώθουν ότι μίλησαν άσχημα μια μέρα, ή επειδή είπαν στη μαμά τους «δεν σε θέλω πια, να φύγεις», ή επειδή έκαναν μια αταξία και τιμωρήθηκαν αυστηρά για αυτή. Είναι λογικό να σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο καθώς δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός του θανάτου ως ένα φυσικό αποτέλεσμα σωματικών διεργασιών, ασθένειας ή φυσικής φθοράς. Όμως, τα συναισθήματα ενοχής είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον ψυχισμό ενός παιδιού, ιδιαίτερα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, και είναι σημαντικό να βρίσκουν έκφραση και κατάλληλη στήριξη. Το παιδί χρειάζεται επιβεβαίωση ότι οι γονείς του το αγαπούσαν και θα το αγαπούν για πάντα και ότι ο θάνατος συνέβη για συγκεκριμένους λόγους, υπό δεδομένες περιστάσεις και ότι βέβαια δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με τα ίδια.

 

Στο σχολείο…

Παράλληλα, ενάμιση χρόνο μετά το τραγικό συμβάν ο Χάρης αρνιόταν πεισματικά να πάει στο σχολείο και δεχόταν την παραμονή του εκεί μόνο εάν τον πήγαινε και τον έφερνε ένα από τα δύο αδέρφια του. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο μάθημα με κανέναν τρόπο και δεν ήθελε να συναναστραφεί τους συμμαθητές του. Περνούσε τις ώρες του διαλείμματος μόνος του, συχνά εξαιρετικά αφηρημένος και απόμακρος. Δύο φορές, μάλιστα, τσακώθηκε με έναν συμμαθητή του που τον παρακινούσε να παίξουν μαζί. Τον έσπρωξε και τον έριξε κάτω. Σαν να μην ήθελε κανένας να παραβιάσει το τείχος που τον διαχώριζε από τον έξω κόσμο. Ή, ίσως, ήταν πολύ νωρίς ακόμη για αυτό…

Σύντομα όλοι γύρω του μπόρεσαν να καταλάβουν και να νιώσουν  τη «διπλή απώλεια» αλλά και το «διπλό αγώνα» που έκανε ο ίδιος. Θρηνούσε την απώλεια και των δύο γονιών του, αλλά ήταν παράλληλα τρομοκρατημένος μήπως χάσει και τα αδέρφια του. Τον απασχολούσε άμεσα «ποιος θα τον φροντίσει αν λείψουν και αυτοί…»!

 

Συναισθηματικά εφόδια
H Mαρία φάνηκε πιο δυνατή από την αρχή. Είχε την ευκαιρία να συζητήσει αρκετά θέματα σχετικά με την αρρώστια της μητέρας της με τον πατέρα της, πριν πεθάνει, τα οποία την βοήθησαν να απενοχοποιηθεί και να βρει τη δύναμη να συνεχίσει. Ο πατέρας της την θεωρούσε εξαιρετικά ικανή και πίστευε πολύ σε εκείνη. Θαύμαζε πολύ την ευστροφία της, την κοινωνικότητά της, και της το έλεγε συχνά. Είναι γεγονός ότι οι γονείς των παιδιών τούς είχαν παράσχει ένα ήρεμο και ευχάριστο οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο επικρατούσε η επικοινωνία και η συναισθηματική επαφή. Τα στοιχεία αυτά συνέβαλαν καθοριστικά στην ωρίμανσή τους, καλλιεργώντας τους ψυχικές δυνάμεις για να αντεπεξέλθουν και στις μεγαλύτερες δυσκολίες της ζωής. Αυτή ήταν ίσως και η πιο σημαντική κληρονομιά της Μαρίας αλλά και των άλλων παιδιών για να μπορέσουν να αντέξουν το δυσβάστακτο γεγονός που επήλθε.

Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια της Μαρίας έπαιξε και η θεία της, την οποία συμβουλευόταν πάντα σε πολλά θέματα. Από νωρίς βρήκε καταφύγιο κοντά της, ένα ασφαλές πλαίσιο για να μπορέσει να θρηνήσει με το δικό της τρόπο και χρόνο την απώλεια που βίωνε. Είχε μάθει και η ίδια από μικρή να είναι αισιόδοξη και δυναμική, στοιχεία που κάποια στιγμή την έπεισαν ότι θα μπορέσει να σταθεί και πάλι στα πόδια της.

 

Ανοιχτή επικοινωνία

Ήταν ιδιαίτερα θετικό ότι τα παιδιά εξακολούθησαν, όπως συνήθιζαν να κάνουν και με τους γονείς τους, να συζητούν ανοιχτά μεταξύ τους. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα θέματα που αφορούν το θάνατο, το πένθος κλπ. δεν πρέπει να συζητιούνται, και ότι όσο περισσότερο αποφεύγονται, τόσο πιο εύκολα ξεχνιούνται, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μικρών παιδιών! Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα! Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν ανάγκη ενός ανοιχτού πεδίου επικοινωνίας στο οποίο επιτρέπονται όλες οι ερωτήσεις, συζητιούνται και λύνονται όλες οι απορίες και συνδιαλέγονται όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Η αίσθηση «απαγόρευσης» ή «ταμπού» δεν διευκολύνει την επώδυνη διαδικασία του πένθους.

Παρόμοια, συχνά πιστεύεται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να παρευρίσκονται σε κηδείες ή άλλες τελετές πένθους. Κάθε κοινωνία διαθέτει ορισμένες τελετές που βοηθούν τους συγγενείς και φίλους να συνειδητοποιήσουν, να αποδεχτούν και να επεξεργαστούν συναισθηματικά το γεγονός του θανάτου. Τη διαδικασία αυτή την έχει ανάγκη και το παιδί. Σε περίπτωση που δηλώσει επιθυμία να παρευρεθεί στην κηδεία θα πρέπει να γίνει σεβαστή και να πραγματοποιηθεί. Θα πρέπει, βέβαια, εκ των προτέρων να ενημερωθεί από ένα οικείο πρόσωπο για το τι ακριβώς συμβαίνει εκεί, πώς νιώθουν οι άνθρωποι εκεί, ότι  ίσως κάποιοι είναι πολύ στενοχωρημένοι και κλαίνε κοκ. Εάν, βέβαια, δεν θέλει να παρευρεθεί, η άρνησή του είναι επίσης αποδεκτή.

 

Ο θυμός

Ο Κώστας, η Μαρία και ο Χάρης ένιωσαν πολύ μεγάλη ανακούφιση όταν ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να εκφράσουν μεταξύ τους μέχρι και το πιο δύσκολο, το πιο «άσχημο» από όλα τα συναισθήματα που ένιωθαν σχετικά με τους γονείς τους: το αίσθημα του θυμού. Συζήτησαν πόσο πολύ θυμωμένοι ένιωθαν για το τραγικό γεγονός που συνέβη και για το ότι συνέβη στη δική τους οικογένεια, την αδικία που βίωναν, καθώς και το ότι ένιωθαν σαν οι γονείς τους να τους εγκατέλειψαν και να τους άφησαν μόνους να περάσουν όχι μόνο τόσο πόνο αλλά και να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους στη ζωή. «Γιατί το έκαναν αυτό;», «Ποια ήταν η εξήγηση αλήθεια;». Πριν μιλήσουν μεταξύ τους, ένιωθαν ντροπή που θύμωναν με τους νεκρούς γονείς τους, και ντρέπονταν για τον ίδιο τους τον εαυτό που έκαναν τέτοιες σκέψεις. Ήταν μεγάλη ανακούφιση να μάθουν ότι και τα άλλα αδέρφια τους ένιωθαν παρόμοια συναισθήματα. Οι ενοχές άρχισαν σιγά σιγά να μειώνονται, το αίσθημα αισιοδοξίας να μεγαλώνει και τώρα πια νιώθουν ανακούφιση ότι «δεν είναι πια και τόσο κακά παιδιά που κάνουν τόσο κακές σκέψεις». Τώρα το πιστεύουν ότι όλα θα ξεπεραστούν κάποια στιγμή, σύντομα!

 

Ένα δύσκολο «ταξίδι»

Η διαδικασία του πένθους, ιδιαίτερα όταν αφορά πολύ αγαπημένα πρόσωπα, αποτελεί μία από τις δυσκολότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Ο δρόμος της απώλειας είναι εξαιρετικά μοναχικός, γεμάτος πόνο, σκέψεις έντονες, αντιφατικές, συναισθήματα αγάπης, μίσους, «διάλυσης». Συχνά νιώθει κανείς ότι δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει και σε αυτή τη δοκιμασία της ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως τελικά «επιβιώνουν» αλλά χρειάζεται πολύς χρόνος, υπομονή αλλά και πεποίθηση ότι πρόκειται μόνο για ένα δύσκολο στάδιο και όχι για το τέλος της ίδιας της ζωής! Είναι, πράγματι, ένα δύσκολο «ταξίδι» που έχει κανείς να ταξιδέψει, γεμάτο φουρτούνες, αγωνίες και πισωγυρίσματα, το λιμάνι όμως πάντα υπάρχει, εκεί στο χάρτη, γαλήνιο και φιλόξενο, και τους περιμένει!