Στις χώρες όπου η πανδημία του covid-19 είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα διασποράς και θνητότητας, το υγειονομικό προσωπικό αντιμετώπισε πρωτόγνωρες δυσκολίες και προκλήσεις. Εκτός από τον υπέρμετρο φόρτο εργασίας, το ιατρικό προσωπικό καλείτο να πάρει δύσκολες αποφάσεις υπό την πίεση εξαιρετικά δύσκολων καταστάσεων και να διανείμει, σε πολλές περιπτώσεις, λιγοστά μέσα σε εκατοντάδες ασθενείς που τα χρειάζονταν εξίσου. Τα «διλήμματα» αυτά μπορούν να δημιουργήσουν έντονο στρες και συνειδησιακή σύγκρουση. Όπως περιγράφεται, οι γιατροί ένιωθαν σε πολλές περιπτώσεις ότι δεν θα μπορέσουν να πουν σε έναν συγγενή που πενθεί για τον δικό του άνθρωπο που χάθηκε από τον ιό ότι «κάναμε ό,τι μπορούσαμε…», αλλά μόνο ότι «κάναμε ό,τι μπορούσαμε με τα μέσα που διαθέταμε, αλλά δεν ήταν αρκετά…». Τα δεδομένα αυτά θέτουν τις βάσεις για συνειδησιακή σύγκρουση, επομένως και για ένα τραύμα σε επίπεδο ηθικών αρχών (moral injury) σε κάθε γιατρό ή νοσοκόμο/α που είναι αναγκασμένος να συμμετέχει σε αυτή την εξέλιξη.
Ο όρος τραύμα σε επίπεδο ηθικών αρχών (moral injury) προέρχεται ουσιαστικά από τον στρατό και ορίζεται ως η ψυχική δυσφορία που βιώνει ένα άτομο από πράξεις που παραβιάζουν τον κώδικα ηθικών αρχών και δεοντολογίας του. Τα άτομα που βιώνουν αυτή την ψυχική δυσφορία έχουν συχνά πολλές αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό τους ή τους άλλους (για παράδειγμα, «είμαι ένας απαίσιος άνθρωπος», ή «οι ανώτεροί μου δεν ενδιαφέρονται για τις ζωές των ανθρώπων») καθώς και έντονα συναισθήματα ντροπής, ενοχής ή αποστροφής. Τα συμπτώματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην εξέλιξη ψυχικής διαταραχής, όπως είναι η κατάθλιψη, το μετα-τραυματικό στρες καθώς και ο αυτοκτονικός ιδεασμός.